Ὁ Ἱερομόναχος π. Εὐθύμιος
Τρικαμηνᾶς
ἀπαντᾶ εἰς τὸν καθηγητή κ. Βασίλειο Τσίγκο
περὶ τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς πρακτικῆς
γιὰ τὴν Ἀποτείχιση
τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου
ἀπαντᾶ εἰς τὸν καθηγητή κ. Βασίλειο Τσίγκο
περὶ τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς πρακτικῆς
γιὰ τὴν Ἀποτείχιση
τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου
Σὲ Ἡμερίδα γιὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη ποὺ
πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὴν Ἱ. Μ. Δημητριάδος στὸ Βόλο, ὁ καθηγητὴς θεολογίας τοῦ Ἀριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Τσίγκος Βασίλειος ὑπὸ τὰ μειδιάματα τοῦ κ.
Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ἰγνατίου Γεωργακόπουλου, ἐκφώνησε ὁμιλία, διὰ τὴς ὁποίας
διέστρεψε φρικτὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου,
προσαρμόζοντάς την στὶς προδιαγραφὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ παρουσιάζοντας τὸν Ἅγιο
νὰ ὑποστηρίζει ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες θέσεις, ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ συναντοῦμε στὰ
συγγράμματά του.
Τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι αὐτὸ τὸ ἔκανε συνειδητά, ἀφοῦ εἶναι
γνώστης καὶ ἐπὶ χρόνια μελετητὴς τοῦ ἔργου τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου καί, ὅπως ἀποκαλύπτει
ὁ π. Εὐθύμιος στὸ κείμενο ποὺ δημοσιεύουμε, «ὅταν συνέγραψα τό βιβλίο μέ τίτλο “Ἡ Ἀντιμετώπισις τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
κατά τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη ―Ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως”, τὸ ἀπέστειλα πρός ἐνημέρωσι καί καλοπροαίρετη κριτικὴ καὶ
στὸν καθηγητή κ. Βασ. Τσίγκο, ποὺ ἔχει ἀσχοληθῆ εἰδικά μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν
Στουδίτη, πλήν ὅμως, τά συμπεράσματα τά ὁποῖα ἐξήγαγε εἰς τήν διδακτορική
διατριβή του ἦταν τελείως ἀντίθετα ἀπό αὐτά πού ἐπαρουσίαζα στό βιβλίο μου...
Τά στοιχεῖα πού ἐπαρουσίαζα τήν κατεδείκνυαν ψευδῆ κατά πάντα, ἀντιπατερική καί
κυρίως ἄκρως βοηθητική εἰς τήν σημερινή ἐπέκτασι καί ἑδραίωσι τῆς αἱρέσεως».
Ὁ κ. Τσίγκος ἔσφαλε φρικτῶς, καὶ μὲ τὴν ὁμιλία στὸ Βόλο ἀπέδειξε ὅτι συνεχίζει ἀδιόρθωτα νὰ ἐπιμένει στὸ σφάλμα του, χωρὶς νὰ δικαιολογήσει ἢ νὰ ἀντικρούσει τὰ καταγγελθέντα λάθη του καὶ χωρὶς νὰ ἐξηγήσει, γιατί ἀπέκρυψε ἢ διέστρεψε τόσα καὶ τόσα κείμενα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τὰ ὁποῖα ἐπεσήμανε καὶ παρουσιάζει ὁ π. Εὐθύμιος στὸ βιβλίο του καὶ κάποια ἀπ’ αὐτὰ καὶ σ’ αὐτὴ τὴν δημοσίευση.
Καὶ κάνοντας περισσότερο συγκεκριμένο τὸ λόγο του ὁ π. Εὐθύμιος, ἐπισημαίνει τὰ «βασικὰ καὶ οὐσιώδη θέματα» στὰ ὁποῖα κατά τήν γνώμη του, ὑπάρχει «οὐσιώδης καί ἐκ διαμέτρου» ἀντίθετη θεώρηση «μεταξύ τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καί τοῦ καθηγητοῦ κ. Β. Τσίγκου», ὅπως π.χ. στὰ θέματα «τῆς ἀποτειχίσεως, τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως, τοῦ σχίσματος, τῆς αἱρέσεως, τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία θεωρεῖ (ὁ κ. Τσίγκος) Ἐπισκοποκεντρικὴ καὶ ὄχι Χριστοκεντρικὴ καί ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀπόσχισις ἀπό τόν Ἐπίσκοπο σημαίνει, γιά τόν κ. καθηγητή, ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία, δημιουργία σχίσματος κλπ.»!!!
Ὅλα αὐτὰ φανερώνουν (σημειώνει ὁ π. Εὐθύμιος) ὅτι ὁ κ. Τσίγκος συνέβαλε καί συμβάλλει «στήν προώθησι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», καὶ τοῦ καταλογίζει «μία προσπάθεια συνοδοιπορίας μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀθωώσεως τῶν ἀρχηγῶν της».
Ὁ κ. Τσίγκος ὅμως δὲν θέλησε «νά ἀπαντήση καί νά παρουσιάση τά ἀνάλογα ἀποδεικτικά στοιχεῖα, πού μέ συστηματικό τρόπο εἶχε συγκεντρώσει καί ἐπεξεργασθεῖ ὑπό τήν ἐποπτεία τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση καί τίς ὑποδείξεις ὁμάδος καθηγητῶν (συνεχίζει ὁ π. Εὐθύμιος), ὥστε νά μήν ἐπιτρέψη νά ἀλλοιώνεται ἡ διδασκαλία ἑνός μεγάλου Πατρός, καί ἐμένα νά βοηθήση νά διορθώσω τίς τυχόν λανθασμένες θέσεις μου».
Ἀλήθεια, τονίζει ὁ π. Εὐθύμιος, δὲν κατάλαβε ὁ κ. Τσίγκος, ὅτι μὲ ὅσα εἶπε «κατηγορεῖ εὐθέως τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη», παρουσιάζοντάς τον «ὡς ἀδιάκριτο καί ἐπαναστάτη», ποὺ ἐπαναστατεῖ συνεχῶς «γιά πράγματα ἀσήμαντα, ἥσσονος σημασίας καί ἀνάξια λόγου» καὶ ἀκόμα περισσότερο ἔμμεσα τὸν ὑβρίζει, δίνοντας τὴν αἴσθηση ὅτι πρόκειται περὶ κάποιου Ἁγίου καινοτόμου καὶ αἱρετίζοντος, ἀφοῦ ἀποφαίνεται ὅτι ὁ Ἅγιος «ἀνάγει σέ θέματα πίστεως καί αἱρέσεως πράγματα ἁπλά καί ἰάσιμα»;
Δὲν καταλαβαίνει, ἀκόμα, ὁ κ. Τσίγκος ὅτι στραγγαλίζει τὴν ἀλήθεια, παρουσιάζοντας τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο νὰ διδάσκει ὑπακοὴ στοὺς αἱρετικοὺς ποιμένες, ἐνῶ ὁ ἱερὸς πατὴρ διδάσκει τὰ ἐντελῶς ἀντίθετα; «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε. Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρὸς ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα;
Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον
ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών»!
Καὶ ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσει τὸν καλέσαντα αὐτὸν μητροπολίτη Δημητριάδος, στὴν προσπάθειά του νὰ φιμώσει τὶς φωνὲς διαμαρτυρίας μελῶν τῆς Μητροπόλεώς του, οἱ ὁποῖοι εἴτε διαμαρτύρονται, εἴτε ἔχουν ἀποτειχισθεῖ γιὰ τὴν αἱρετίζουσα οἰκουμενιστικὴ του δράση.
Καὶ ἐρωτᾶ τὸν κ. Τσίγκο ὁ π. Εὐθύμιος:
«Ἐφ’ ὅσον λοιπόν, σύμφωνα μέ τίς θεωρίες σας, ἡ ἀποτείχισις
ὡς πρᾶξι μαρτυρεῖ ἔλλειψι ταπεινώσεως, ἡ
παραμονή εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες
καί Ἐπισκόπους θά μαρτυρεῖ (σαφῶς) ἔλλειψι ἐγωϊσμοῦ καί συνεπῶς πλούσια ἀρετή
ταπεινώσεως. Δηλαδή τό νά φύγη κάποιος μακρυά ἀπό τόν λύκο καί τό φαρμακερό
φίδι (ἔτσι ἐχαρακτήριζαν οἱ Πατέρες τούς αἱρετικούς) σημαίνει γιά ἐσᾶς κ.
Καθηγητά, ἔλλειψι ταπεινώσεως, καί τό νά παραμείνη εἰς τό στόμα τοῦ λύκου
σημαίνει ταπείνωσι καί παραμονή στήν Ἐκκλησία. Θεωρῶ κ. Καθηγητά ὅτι, ἄν δέν
χάσαμε τίς ἔννοιες τῶν λέξεων, ἀσφαλῶς κινδυνεύουμε διά τῆς ἐπιστήμης νά χάσωμε
τά λογικά μας. Πάντως ἐδῶ φαίνεται καθαρά ὁ σκοπός τῆς εἰσηγήσεώς σας εἰς τό ἱερατεῖο
τοῦ Βόλου καί τό τί ἤθελε ἀπό ἐσᾶς ὁ Δημητριάδος Ἰγνάτιος, ὅταν σᾶς προσκάλεσε
γιά νά ὁμιλήσετε στούς ἱερεῖς του».
Πατερικὴ Παράδοση
Ἀπάντησις πρὸς τὸν καθηγητὴ κ. Βασίλειο Τσίγκο,
σχετικά μέ τήν εἰσήγησί του
περὶ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου
σχετικά μέ τήν εἰσήγησί του
περὶ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου
Πρόσφατα, καί συγκεκριμένα στίς 15/4/2013, ἔγινε ἀπό τόν ἀναπληρωτή
καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Βασ. Τσίγκο μία εἰσήγησι στήν ἱερατική σύναξι τοῦ Βόλου μέ θέμα: «Κοινωνία τῶν πιστῶν μέ τήν Ἐκκλησία καί τόν Ἐπίσκοπο ἢ
διακοπή της χάριν τῆς ἀλήθειας; Τό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ἔναντι
τῶν προκλήσεων τῶν καιρῶν μας».
Ἡ ἐπιλογή τοῦ θέματος, ἡ ἐπιλογή τοῦ προσώπου πού ἔκανε τήν εἰσήγησι,
καθώς καί ἡ χρονική αὐτή περίοδος τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πού
διερχόμεθα, ἦταν ἀσφαλῶς κατάλληλα, εἰς τρόπον ὥστε νά διατηρήση ὁ παμπόνηρος Ἐπίσκοπος
κ. Ἰγνάτιος τό ἱερατεῖο του σέ
πειθαρχία, προκειμένου νά ἔχη ―κατά τό δή λεγόμενο― ἥσυχο τό κεφάλι του στήν
περαιτέρω ἐξέλιξι τῆς αἱρέσεως.
Δέν θά εἶχα τήν πρόθεσι νά ἀσχοληθῶ μέ τήν ὑπόθεσι αὐτή, ἐπειδή εἶναι
πολλά αὐτά πού πιστεύει καί πράττει ὁ Ἐπίσκοπος κ. Ἰγνάτιος (τά ὁποῖα ἀδιαμφίσβητητα
τόν κατατάσσουν στόν κατάλογο τῶν συγχρόνων ἀρχηγῶν τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ)
ἄν, ἀφ’ ἑνός μέν δέν ὑπῆρχε κατάφωρη διαστρέβλωσι τῆς ἀληθείας, σχετικά μέ τό
θέμα τῆς ἀποτειχίσεως τοῦ ὁσίου Θεοδώρου
τοῦ Στουδίτου καί, ἀφ’ ἑτέρου, ἄν δέν εἶχα ἀσχοληθῆ ἐπισταμένως μέ τό θέμα
αὐτό. Ἡ ἐνασχόλησίς μου λοιπόν μέ αὐτήν τήν ὑπόθεσι μοῦ ἐπιβάλλει νά καταθέσω
τίς ἀπόψεις μου, τίς ὁποῖες θά προσπαθήσω νά κατοχυρώσω ἀπό τά ἴδια τά λόγια
καί τά ἔργα τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὥστε νά φανῆ ἡ ἀλήθεια καί νά μήν
ἔχωμε συνειδησιακά προβλήματα γιά τό δέον γενέσθαι εἰς τήν περίοδο τῆς αἱρέσεως
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πού διερχόμεθα.
Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ἀναφέρω ὅτι ὅταν συνέγραψα τό βιβλίο μέ τίτλο «Ἡ Ἀντιμετώπισις τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κατά τόν ὅσιο
Θεόδωρο τόν Στουδίτη ―Ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως», μεταξύ τῶν ἄλλων εἰς τούς ὁποίους τό ἀπέστειλα, πρός ἐνημέρωσι καί
καλοπροαίρετη κριτική, ἦταν καί ὁ καθηγητής κ. Βασ. Τσίγκος. Αὐτό τό ἔπραξα γνωρίζοντας
ὅτι καί αὐτός ἔχει ἀσχοληθῆ εἰδικά μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη καί τά
συγγράμματά του, πλήν ὅμως, τά συμπεράσματα τά ὁποῖα ἐξήγαγε εἰς τήν
διδακτορική διατριβή του ἦταν τελείως ἀντίθετα ἀπό αὐτά πού ἐπαρουσίαζα στό
βιβλίο πού τοῦ ἀπέστειλα.
Εἰς τά βασικά
καί οὐσιώδη θέματα π.χ. τῆς ἀποτειχίσεως, τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως, τοῦ
σχίσματος, τῆς αἱρέσεως, τῆς Ἐκκλησίας κλπ. ὑπῆρχε, κατά τήν γνώμη μου, οὐσιώδης
καί ἐκ διαμέτρου διαφορά μεταξύ τοῦ ὁσίου Θεοδώρου καί τοῦ καθηγητοῦ κ. Β.
Τσίγκου. Ἀκόμη καί τά ἁπλά λόγια τοῦ συγχρόνου γέροντος Παϊσίου, τά ὁποῖα ἀνέφερε
καί εἰς τήν διδακτορική διατριβή του καί εἰς τήν εἰσήγησί του στήν ἱερατική
σύναξι τοῦ Βόλου, καί αὐτά δέν ἠδυνήθη ὁ κ. Καθηγητής μέχρι σήμερα νά τά
κατανοήση καί δι’ αὐτό προσπάθησε μέ κάθε τρόπο νά ἀποδείξη, ὅτι δῆθεν ὁ ὅσ.
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δέν ἀποτειχίσθηκε, δέν διέκοψε τήν μνημόνευσι λόγῳ τῆς
μοιχειανικῆς αἱρέσεως καί, βεβαίως, κατ’ αὐτόν τόν τρόπο δέν ἔκανε σχίσμα εἰς
τήν Ἐκκλησία καί δέν ἐξῆλθε ἀπό αὐτήν. Διαφαίνεται δέ καθαρά ὅτι θεωρεῖ τήν Ἐκκλησία
Ἐπισκοποκεντρική καί ὄχι Χριστοκεντρική καί ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀπόσχισις ἀπό τόν Ἐπίσκοπο
σημαίνει, γιά τόν κ. καθηγητή, ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία, δημιουργία σχίσματος
κ.τ.τ.
Γνωρίζοντας
λοιπόν αὐτές τίς ἀπόψεις τοῦ κ. Τσίγκου, ὁ Οἰκουμενιστής Ἐπίσκοπος τῆς
Δημητριάδος (Βόλου) κ. Ἰγνάτιος, τόν ἐκάλεσε δι’ αὐτήν τήν εἰσήγησι εἰς τήν ἱερατική
σύναξι, ὥστε ἐνώπιον τῶν ἱερέων του νά ἑδραιωθῆ ὁ ἐπισκοποκεντρικός του ρόλος,
νά διαλυθοῦν τά σύννεφα τῆς ἀμφιβολίας πού πιθανόν πολλοί ἱερεῖς του ἔχουν, ἀλλά
φοβοῦνται νά ἐκδηλώσουν φανερά καί βεβαίως νά παρουσιασθῆ ὁ κ. Ἰγνάτιος ἀκόλουθος
τοῦ πλέον αὐστηροῦ εἰς τά θέματα τῆς πίστεως πατρός τῆς Ἐκκλησίας.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο συνέβαλε καί συμβάλλει ὁ
κ. Τσίγκος στήν προώθησι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐπιλύοντας μάλιστα μέ
δῆθεν πατερικά ἐρείσματα, τά προβλήματα τῶν Ἐπισκόπων, τά ὁποῖα σχετίζονται μέ
τίς ἀντιδράσεις τοῦ ποιμνίου των καί εἰδικά τοῦ ἱερατείου. Διότι προφανῶς, ἄν οἱ
ποιμένες εἶναι ἥσυχοι, θά ἡσυχάζουν καί τά πρόβατα. Τό λυπηρό εἰς ὅλη αὐτήν τήν
ὑπόθεσι, τό ὁποῖο νομίζω πώς πρέπει ἐνημερωτικά νά ἀναφερθῆ, εἶναι ὅτι ὁ ἐπόπτης
καί ὑπεύθυνος τῆς διδακτορικῆς αὐτῆς διατριβῆς τοῦ κ. Τσίγκου μέ τίτλο «Ἐκκλησιολογικὲς θέσεις τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου,
Αὐθεντία καὶ Πρωτεῖο», ἦταν ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης. Γράφει σχετικά εἰς τόν πρόλογο τῆς
μελέτης του ὁ κ. Τσίγκος: «Ἀπό τήν θέσι αὐτή ἐπιθυμῶ νά ἐκφράσω
τίς θερμότατες εὐχαριστίες καί τή βαθιά εὐγνωμοσύνη μου, πρός τό σύμβουλο
καθηγητή καί δάσκαλό μου, πρωτοπρεσβύτερο τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου π. Θεόδωρο
Ζήση, γιά τήν προτροπή του νά ἀσχοληθῶ μ’ αὐτό τό θέμα, γιά τήν παρακολούθηση τῆς
μελέτης σέ ὅλα τά στάδια τῆς συγγραφῆς της, καθώς καί γιά τήν εὐμενῆ εἰσήγησή
του πρός τό Τμῆμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας. Πολλές ἀπό τίς οὐσιαστικές
δυσκολίες πού προέκυψαν, μπόρεσαν νά ξεπεραστοῦν χάρη στήν ἀμέριστη
συμπαράσταση καί τό ἀδιάπτωτο ἐνδιαφέρον του, ἐκδηλούμενο μέ τή διάθεση τοῦ
πολύτιμου χρόνου του καί τῆς ἐξίσου πολύτιμης πείρας του» (σελ. 8).
Ἐδῶ διαφαίνεται ὅτι καί ὁ π. Θεόδωρος δέν διαφωνεῖ μέ τά γραφόμενα τοῦ
κ. Τσίγκου, πιθανόν δέ καί νά κατηύθυνε τίς ἀπόψεις του, στά βασικά καί οὐσιώδη
θέματα τοῦ ἐπισκοποκεντρικοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς διακοπῆς τῆς
μνημονεύσεως ἐν καιρῷ αἱρέσεως, τῆς δημιουργίας σχίσματος καί τοῦ τρόπου ἀντιμετωπίσεως
τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν.
Ὅταν λοιπόν ἀπέστειλα
τήν μικρή μελέτη μου, σχετικά μέ τήν ἀποτείχισι καί διακοπή μνημονεύσεως τοῦ ὁσίου
Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου στόν κ. Τσίγκο, περίμενα νά μοῦ ἀπαντήσει. Καί ἦταν
λογικό καί ἀναμενόμενο, ἐφ’ ὅσον εἶχε ἐντρυφήσει (κατά τά λεγόμενά του) εἰς τήν
ζωή καί τά συγγράμματα τοῦ ὁσίου νά ἀπαντήση καί νά παρουσιάση τά ἀνάλογα ἀποδεικτικά
στοιχεῖα, πού μέ συστηματικό τρόπο εἶχε συγκεντρώσει καί ἐπεξεργασθεῖ ὑπό τήν ἐποπτεία
τοῦ π. Θεοδώρου καί τίς ὑποδείξεις ὁμάδος καθηγητῶν, ὥστε νά μήν ἐπιτρέψη νά ἀλλοιώνεται
ἡ διδασκαλία ἑνός μεγάλου Πατρός, καί ἐμένα νά βοηθήση νά διορθώσω τίς τυχόν
λανθασμένες θέσεις μου. Αὐτό μάλιστα, θά κατοχύρωνε ἐπί πλέον τήν διδακτορική
του διατριβή, δεδομένου ὅτι μέ τά στοιχεῖα πού ἐπαρουσίαζα τήν κατεδείκνυα ψευδῆ
κατά πάντα, ἀντιπατερική καί κυρίως ἄκρως βοηθητική εἰς τήν σημερινή ἐπέκτασι
καί ἑδραίωσι τῆς αἱρέσεως.
Τό ὅτι δέν ἀπάντησε
εἰς τό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου μου, σημαίνει προφανῶς, ἤ ὅτι δέν εἶχε στοιχεῖα,
ἤ ὅτι θέλησε νά παρακάμψη διά τῆς σιωπῆς τήν ὑπόθεσι καί ἔτσι νά ἐπικρατήση ὁ ἐπιστημονισμός
στήν Θεολογία καί τήν Ἐκκλησία κατά τά δυτικά πρότυπα (ἔκανε «μεταπτυχιακὲς
σπουδὲς σὲ Ρωμαιοκαθολικὴ Θεολογικὴ Σχολή», σελ. 8), δεδομένου ὅτι ἡ ἰδική μου ἐργασία,
σχετικά μέ τίς ἀποτειχίσεις τοῦ ὁσίου, δέν εἶχε ἐπιστημονικό χαρακτῆρα, ἀλλά
πνευματικό καί ἐνημερωτικό γιά τούς καιρούς μας. Πιθανόν ἀκόμα, ἀρνήθηκε νά ἀπαντήσει,
διότι ἐθεώρησε τήν ἐργασία μου ἀνάξια λόγου καί ἐνασχολήσεως, πρᾶγμα πού δέν
θέλω νά τό πιστέψω, διότι αὐτό δέν τόν τιμᾶ.
Πάντως ἐν
κατακλεῖδι ἐπί τοῦ θέματος τούτου, θά ἦταν ἀδιανόητο, ταπεινωτικό καί ἀντίθετο
μὲ τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, νά περίμενε ἡ Ἐκκλησία νά ἀποφανθῆ γιά τούς Ἁγίους
της, τήν διδασκαλία των καί τίς πράξεις των, ἡ μέ δυτικότροπες μεθόδους ἐργαζόμενη
ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας καί νά μήν εἶχε σχηματίσει διαχρονικά ―ἡ ἰδία ἡ Ἐκκλησία
ὡς σῶμα Χριστοῦ― τὴν ἀκριβῆ ἐκτίμησι δι’ ὅλα αὐτά τά θέματα. Ἡ ἐμπειρία αὐτή τῆς
Ἐκκλησίας καταγράφεται, πέραν ἀπό τόν βίο τοῦ ὁσίου καί τό πῶς τόν θεωροῦσαν ὄχι
μόνο οἱ πολυπληθεῖς μοναχοί του, ἀλλά καί οἱ ἀπανταχοῦ Ὀρθόδοξοι, καταγράφεται
λέγω καί στό Συνοδικό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς, τό ὁποῖο ἀναγιγνώσκεται (καί πρέπει
νά ἀναγιγνώσκεται) κάθε χρόνο τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Γράφει τό Συνοδικό
συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Θεοδώρου
τοῦ πανοσίου καί ἡγουμένου τοῦ Στουδίου, Αἰωνία ἡ μνήμη(γ)».
Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἡ λέξις «πανόσιος», σέ ὅλο τό Συνοδικό, τίθεται
μόνον εἰς τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη καί, προφανῶς, σημαίνει τόν καθ’ ὅλα ὅσιο,
τόν καθ’ ὅλα ἄμεμπτο (κατ’ ἀναλογίαν τοῦ πανάγιος, παναγία Θεοτόκος) καί ὄχι
βεβαίως αὐτόν πού ἔκανε ἀνταρσία εἰς τήν Ἐκκλησία, ἀπειλοῦσε καί δημιουργοῦσε
σχίσματα, ὑπερέβαλε καί διόγκωνε τά μικρά καί κατ’ οἰκονομίαν γενόμενα σέ
θέματα πίστεως καί αἱρέσεως, ἐναντιώνετο εἰς ὄντως ἁγίους Πατριάρχας καί τούς ἤλεγχε
καί, ἐν τέλει, ἀλλοῦ ἦταν ἄμεμπτος καί ὅσιος (περίπτωσι εἰκονομαχίας) καί ἀλλοῦ
ἐμπαθής καί ἀδιάκριτος (περίπτωσι μοιχειανικῆς αἱρέσεως).
Ἡ ἐπιστήμη βεβαίως, ἀκολουθεῖ τόν δικό της δρόμο καί προσπαθεῖ νά ἐπαναπροσδιορίση
διά τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῆς ἔρευνας καί ὄχι διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας, ὅσα
εἶναι πλήρως ξεκαθαρισμένα καί διά μέσου τῶν αἰώνων βιωμένα ἀπό τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
Γράφει σχετικά εἰς τήν εἰσαγωγή τῆς διδακτορικῆς του μελέτης ὁ κ.
Τσίγκος: «Τελευταῖα ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα
τείνει νά ἀποκαταστήσει τό πρόσωπο, τό ἔργο καί τή διδασκαλία του στίς
πραγματικές του ἱστορικοθεολογικές διαστάσεις. Αὐτό δέν σημαίνει βεβαίως πώς ἔχει
ἐπιτευχθεῖ ὁμοφωνία σέ ὅλα τά θέματα, γιατί ὑπάρχουν καί ἄλλα στά ὁποῖα ὑπάρχει
σημαντική διαφωνία ἀνάμεσα στούς ἐρευνητές. Τέτοια θέματα, τά ὁποῖα συμβαίνει
νά χωρίζουν ἀκόμη τούς δύο χριστιανικούς κόσμους Ἀνατολῆς καί Δύσεως, εἶναι ὅσα
σχετίζονται μέ τήν περί Ἐκκλησίας διδασκαλία» (σελ. 26).
Τελικά, ἄν ὑπάρξη βεβαίως αὐτή ἡ συμφωνία τῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης, θά
πρέπει ἡ Ἐκκλησία νά ὑποταχθῆ εἰς τήν σύγχρονη ἐπιστήμη τῆς θεολογίας, ἡ ὁποία ἔχει
πλήρως δυτικοποιηθῆ καί φραγκέψει καί νά ἀλλάξη τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς
τό θέμα τῆς ἀναφορᾶς του εἰς τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη.
Ἀπορίας ἄξιον τυγχάνει καί αὐτό τό ὁποῖο ἀναφέρει ὁ κ. Καθηγητής, τό
κατά πόσον δηλαδή χριστιανικός εἶναι ὁ κόσμος τῆς Δύσεως, ἐπειδή εἰς τήν ἀναφορά
του αὐτή τόν ἐξισώνει μέ τόν χριστιανικό κόσμο τῆς Ἀνατολῆς, πρᾶγμα τό ὁποῖο
πράττουν μόνον οἱ βετεράνοι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἐν συνεχείᾳ θά ἀναφερθῶ συνοπτικά εἰς τήν εἰσήγησι τοῦ κ. Β. Τσίγκου κατά
τήν ἱερατική σύναξι τοῦ Βόλου, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί μία, θά λέγαμε, περιληπτική
ἀναφορά τῆς διδακτορικῆς ἐργασίας του. Ἡ εἰσήγησις αὐτή μοῦ ἀπεστάλη ἀπομαγνητοφωνημένη
καί ὡς ἐκ τούτου θά ἀναφερθῶ εἰς τά ἴδια τά λόγια του.
Ἀναφέρει ὁ κ.
Καθηγητής, στήν ἀρχή τῆς εἰσηγήσεώς του, τά ἑξῆς: «Εἰς ἐπίρρωσιν ὅλων αὐτῶν (ἐννοεῖ ὅσους μέ τόν
τρόπο τους ἀντιδροῦν στήν σημερινή αἵρεσι) ἐδῶ καὶ
πενῆντα περίπου χρόνια, ἀπὸ διάφορες ὁμάδες χριστιανῶν διατυπώνονται ἐκκλησιολογικὲς
“θεωρήσεις”, ὡς δῆθεν πατερικὴ διδασκαλία ποὺ φτάνουν μέχρι τοῦ σημείου νὰ
κάνουν λόγο γιὰ ἐκκλησιαστικὴ αὐτοδιοίκηση καὶ ἀνεξαρτησία, ἀκόμα γιὰ ἀπειθαρχία
καὶ ἀντάρτικο ἐνάντια στὸ ἐπισκοπικό, ὅπως τὸ χαρακτηρίζουν, κατεστημένο.
»Ὑποστηρίζεται ἡ ἄποψη, πὼς κάθε φορὰ ποὺ καθένας
θεωρεῖ ὅτι διαφωνεῖ σὲ θέματα Πίστεως μὲ τὸν Ἐπίσκοπό του, θὰ πρέπει νὰ κάνει
διακριτικὴ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία, νὰ προχωρεῖ στὴν ἄμεση διακοπὴ τῆς κοινωνίας
καὶ τῆς λειτουργικῆς μνημόνευσης τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου καί, τελικῶς,
προτείνεται στὸν ἐνιστάμενο ἡ λύση τῆς ἀποτείχισης, ἀπόσχισης, τῆς ἀπομάκρυνσης
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Οἱ ἐν λόγῳ ἀπόψεις ὀφείλονται ἐν πολλοῖς σὲ λόγους ἔλλειψης
σεβασμοῦ, ἀνυπακοῆς καὶ ἀπειθαρχίας στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς καὶ τὰ πρόσωπα, ... καθὼς
κάποιοι θέλουν νὰ εἶναι ἀνεπίσκοποι, ἀδέσποτοι, ἀκολουθώντας τὸ λογισμό τους καὶ
θεωρώντας ἑαυτοὺς ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἀλάθητοι κριτὲς καὶ αὐτῆς τῆς
Συνοδικῆς πράξεως καὶ Παράδοσής της. Ὀφείλονται ἀκόμη καὶ σὲ λόγους γνησιότητας
τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς νὰ εἶναι αὐτὴ μία ἀκόμα ἰδεολογία καὶ ὄχι ἐν Χριστῷ ζωή».
Ἀπό αὐτά τά
λόγια τοῦ κ. Καθηγητοῦ, ἄν ἐξαιρέσωμε δύο λέξεις (τίς λέξεις «ἐκκλησιαστική αὐτοδιοίκηση»), γιά τά ὁποῖα ὄντως ὁ
ὅσιος οὔτε ἐμίλησε, οὔτε ἔπραξε κάτι τέτοιο, ὅλα τά ἄλλα φανερώνουν μία
προσπάθεια συνοδοιπορίας μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀθωώσεως τῶν ἀρχηγῶν
της. Εἶναι λυπηρό καί ἀπελπιστικά ἀπαισιόδοξο τό γεγονός ὅτι σέ ὅλη τήν εἰσήγησί
του, οὐδόλως ἀνεφέρθη εἰς τήν αἵρεσι τῶν καιρῶν μας, κατ’ ἀντιστοιχίαν μέ τήν
μοιχειανική καί εἰκονομαχική αἵρεσι τῆς ἐποχῆς τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ
Στουδίτου, ἤ διότι ταυτίζεται καί συμπορεύεται μέ αὐτήν, ἤ γιά νά μήν
στενοχωρήση τόν προσκαλέσαντα αὐτόν Ἐπίσκοπο Δημητριάδος, ἤ τέλος πάντων, ἐπειδή
ἡ Θεολογία, ὡς ἀκαδημαϊκή ἐπιστήμη, οὐδόλως ἀσχολεῖται μέ τά παρόντα, ἀλλά ἀρέσκεται
νά ἐμβατεύη καί νά ἐρευνᾶ τά παλαιά καί ἀρχαῖα.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό θέλομε νά σᾶς ἐρωτήσωμε κ. Καθηγητά, ἡ ἀπειθαρχία καί τό
ἀντάρτικο ἐνάντια εἰς τό ἐκκλησιαστικό κατεστημένο εἶναι ὅπως ἀναφέρετε «δῆθεν πατερική διδασκαλία», ἐν καιρῷ ―βεβαίως― αἱρέσεως;
Τί ἀναφέρει ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἰς τόν ὁποῖον ἐπί δεκαετίες ἐντρυφήσατε;
Θά σᾶς ἀναφέρω ἕνα
ἀπό τά πολλά κείμενα τοῦ Ὁσίου τό ὁποῖο ἀναφέρεται στήν μοιχειανική αἵρεσι τῆς ἐποχῆς
του. Ἐξηγώντας ὁ Ὅσιος εἰς τόν ἡγούμενο Θεόφιλο, γιατί ἡ κατάλυσις καί ἀνατροπή
ἔστω καί μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς, σημαίνει κατάλυσι ὅλου τοῦ Εὐαγγελίου,
προσθέτει καί τά ἑξῆς: «Ταῦτα οὖν σύν τῇ
προσηγορίᾳ ἀναγκαῖον ἐνόμισα ὑπομνῆσαι τήν πατρωσύνην σου, ὅπως εἰδυῖα ὅτι αἵρεσις,
φεύγῃ τήν αἵρεσιν, ἤγουν τούς αἱρετικούς, τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς μήτε ἀναφέρειν
ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς μονῇ ἐπί τῆς θείας λειτουργίας˙ ὅτι μέγισται ἀπειλαί κεῖνται
παρά τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτοῖς μέχρι καί ἑστιάσεως» (Φατοῦρος
39, 113, 51).
Ἐδῶ δημιουργεῖται,
κ. Καθηγητά, τό ἑξῆς ἐρώτημα. Δέχεσθε ὅτι στήν ἐποχή μας ὑπάρχει
αἵρεσις ἡ ὁποία εὐστόχως ἔχει χαρακτηρισθῆ ὡς «Παναίρεσις» καί ἡ ὁποία ὄχι μία,
ἀλλά πολλές εὐαγγελικές ἐντολές καταλύει καί ἀνατρέπει; Ἄν μέν τό δέχεσθε, τότε
σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, οἱ πιστοί ―κληρικοί καί λαϊκοί―
πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τούς αἱρετικούς, διότι αὐτοί, σύμφωνα πάλι μέ τήν
διδασκαλία τοῦ Ὁσίου, δέν ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Καί ὄχι μόνον οἱ
αἱρετικοί δέν ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί ὅσοι ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά
μαζί των.
Αὐτό τό
διδάσκει ὁ Ὅσιος στήν ἴδια ἐπιστολή, λίγο κατωτέρω ἀναφερόμενος πάλι ἀποκλειστικῶς
στήν μοιχειανική αἵρεσι καί χρησιμοποιώντας μάλιστα ὡς μάρτυρα τῶν λόγων του
τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, «Καί γέ δίκαιον, ὅσιε
πάτερ, κατά πάντα σε ὄντα φερωνύμως θεόφιλον, φιλεῖν καί ἐν τούτῳ τόν θεόν˙ ἐχθρούς
γάρ θεοῦ ὁ Χρυσόστομος οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις
κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο» (Φατ. 39, 113, 66). Καί
λογικά ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν δύναται νά εὑρίσκεται μέσα στήν αἵρεσι.
Ἄν πάλι δέν δέχεσθε ὅτι ὑπάρχει αἵρεσις εἰς
τήν ἐποχή μας, τότε καί μόνο τότε καλῶς εἰσηγεῖσθε αὐτά τά πράγματα. Ἀπ’ ὅ,τι ὅμως,
μᾶς ἀφήνετε νά ἀντιληφθοῦμε (καί μακάρι νά πέφτουμε ἔξω), θεωρεῖτε ὅτι δέν ὑπάρχει
αἵρεσις εἰς τίς ἡμέρες μας, διότι ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει, πῶς ἐδεχθήκατε νά ὁμιλήσετε
προσκεκλημένος ἑνός ἀπό τούς ἀρχηγούς τῆς αἱρέσεως, ὁ ὁποῖος πειθαρχεῖ μόνο στή
Ν. Ἐποχή καί στήν γραμμή τῆς ἀλλοιώσεως τῶν πάντων μέσα εἰς τήν Ἐκκλησία; Ὁ ὁποῖος
ἔχει ἱδρύσει τό νεοεποχίτικο φυτώριο στήν Μητρόπολί του, πού τό ὀνομάζει «Ἀκαδημία
Θεολογικῶν Σπουδῶν», τό ὁποῖο, κατά τά δικά του λόγια, εἶναι ἕνα ἐλεύθερο βῆμα ἀπηλλαγμένο
ἀπό δογματικές τοποθετήσεις, εἰς τό ὁποῖο κατά καιρούς ἔχουν ὁμιλήσει παπαδίνες
καί πάστορες͘ ὁ ὁποῖος μεταγλωττίζει ὅλα τά ἱερά κείμενα πού ἀκούγονται στή Θ.
Λατρεία (ἀναγνώσματα, λειτουργικές εὐχές κλπ.), ἀκολουθεῖ τόν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις του
καί συνουσίες μέ τούς αἱρετικούς καί, τέλος πάντων, εἰς τό Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς
Βραζιλίας τό 2006 ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας εἰς τό ΠΣΕ, ὑπέγραψε
τήν πλέον κατάπτυστη, βλάσφημη καί δαιμονική συμφωνία ὅλων τῶν αἰώνων, ἡ ὁποία ἰσοπεδώνει
τήν Ὀρθοδοξία καί τήν ἐξισώνει μέ ὅλες τίς αἱρέσεις τοῦ Προτεσταντισμοῦ, μέ τίς
ὁποῖες μάλιστα πρέπει νά συνυπάρχη καί νά συνουσιάζεται γιά νά ἔχη τήν ἀλήθεια.
Μᾶλλον, κύριε
Καθηγητά, πρέπει νά ξεκαθαρίσετε μέσα σας τά πράγματα καί μετά νά συζητήσουμε
γιά τήν ἀπειθαρχία καί τό ἀντάρτικο, καί ὅτι αὐτά ἀποτελοῦν, κατά τήν γνώμη
σας, «δῆθεν πατερική διδασκαλία». Τό μόνο
σίγουρο βεβαίως εἶναι ὅτι ὁ Ὅσιος οὐδόλως συμφωνεῖ μαζί σας.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό
τοῦ λόγου σας, κύριε Καθηγητά, δείχνετε ὅτι ὄχι μόνον δέν κατανοήσατε τόν ὅσιο
Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἀλλά δέν ἔχετε σαφῆ καί ξεκάθαρη εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’
ὅσον τήν ἀποτείχισι διά θέματα πίστεως, τήν θεωρεῖτε καί ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Εἰσηγεῖσθε
συγκεκριμένα εἰς τήν ἱερατική σύναξι τά ἑξῆς: «Ὑποστηρίζεται
ἡ ἄποψη, πὼς κάθε φορὰ ποὺ καθένας θεωρεῖ ὅτι διαφωνεῖ σὲ θέματα Πίστεως μὲ τὸν
Ἐπίσκοπό του, θὰ πρέπει νὰ κάνει διακριτικὴ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία, νὰ προχωρεῖ
στὴν ἄμεση διακοπὴ τῆς κοινωνίας καὶ τῆς λειτουργικῆς μνημόνευσης τοῦ ὀνόματος
τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου καί, τελικῶς, προτείνεται στὸν ἐνιστάμενο ἡ λύση τῆς ἀποτείχισης,
ἀπόσχισης, τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία».
Δηλαδή ἡ ἀπομάκρυνσις
ἀπό τόν Ἐπίσκοπο διά θέματα πίστεως καί αἱρέσεως, σημαίνει κατά τή γνώμη σας
καί ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν Ἐκκλησία; Καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἡ ἐνσωμάτωσις μέ τόν αἱρετικό
Ἐπίσκοπο, ἡ μνημόνευσις καί ἀναγνώρισίς του ὡς εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, ἡ
συνοδοιπορία μέ αὐτόν, ἔστω μέ διαμαρτυρίες καί χαρτοπόλεμο, σημαίνει κατά τήν
γνώμη σας ἐνσωμάτωσι μέ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; Ποῦ τό βρήκατε αὐτό εἰς τήν
διδασκαλία τοῦ Ὁσίου; Ἄν μᾶς παρουσιάσετε ἔστω καί ἕνα χωρίο εἰς τό ὁποῖο ὁ Ὅσιος
νά διδάσκη ἤ ἔστω νά ὑπαινίσσεται κάτι τέτοιο, τότε καί μόνο τότε θά θεωρήσωμε ἀγαθές
τίς προθέσεις σας καί τήν διδασκαλία σας πατερική.
Ὁ Ὅσιος ὅμως, ἀπεναντίας,
διδάσκει τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, ἐφ’ ὅσον αὐτοί
συνοδικῶς ἐπεκύρωσαν τήν αἵρεσι. Ἐδῶ θεωρεῖτε τήν Ἐκκλησία Ἐπισκοποκεντρική καί
ὄχι Χριστοκεντρική καί ἄρα ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τόν Ἐπίσκοπο σημαίνει, κατά τήν
γνώμη σας, καί ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν Ἐκκλησία. Τό ὅτι ὁ Ὅσιος δέν εἶχε τέτοιες ἰδέες
μόλις εἶναι ἀνάγκη νά τό ἀναφέρωμε.
Ἐδῶ πρέπει ἐπιπροσθέτως
νά μᾶς ἑρμηνεύσετε, τί ἐννοεῖ ὁ Ὅσιος, ὅταν διδάσκει στήν ἴδια ἐπιστολή ἀναφερόμενος
πάλι στήν μοιχειανική αἵρεσι τά ἑξῆς: «Διό ὑπομιμνήσκω,
ὡς ἐλάχιστος ἀδελφός καί τέκνον μή σιγήσωμεν ἵνα μή κραυγή Σοδόμων γενώμεθα· μή
φεισώμεθα τῶν κάτω ἵνα μή ἀπολέσωμεν τά ἄνω· μή θῶμεν σκάνδαλον τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ
Θεοῦ, ἥτις ἐστί καί ἐν τρισίν ὀρθοδόξοις ὁριζομένη κατά τούς ἁγίους· ἵνα μή τῇ ἀποφάσει
τοῦ Κυρίου καταδικασθῶμεν». Δηλαδή ἡ Ἐκκλησία ὁρίζεται, κατά τόν Ὅσιο
καί τούς Ἁγίους, μεταξύ τριῶν Ὀρθοδόξων, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Ἐπισκόπου
(1+2) ἤ χωρίς τόν Ἐπίσκοπο, καθ’ ἥν στιγμή αὐτός εἶναι ἀποδεδειγμένος αἱρετικός.
Ἐδῶ ὁ Ὅσιος,
κατά τή γνώμη μου, ὁρίζει τήν Ἐκκλησία μεταξύ τριῶν Ὀρθοδόξων γενικῶς καί ἀορίστως
καί, στήν συγκεκριμένη περίπτωσι, χωρίς τόν Ἐπίσκοπο, διότι ἀνωτέρω προτρέπει
τόν ἡγούμενο Θεόφιλο, νά διακόψη τήν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου. Ἐσεῖς ὅμως
κ. Καθηγητά, αὐτό τό θεωρεῖτε ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τήν εἰσήγησί
σας. Τόση εἶναι ἡ ἀπόστασις μεταξύ τοῦ πνεύματος καί τοῦ γράμματος τοῦ Ὁσίου
καί τῆς εἰσηγήσεώς σας, ἡ ὁποία ὅπως ἀνέφερα (ἐπεσήμανα) εἶναι περίληψις τῆς
διδακτορικῆς σας διατριβῆς.
Αὐτά ἐπίσης πού
εἰσηγεῖσθε γιά τούς ἀποτειχισμένους ὅτι δηλαδή: «Οἱ
ἐν λόγῳ ἀπόψεις ὀφείλονται ἐν πολλοῖς σὲ λόγους ἔλλειψης σεβασμοῦ, ἀνυπακοῆς καὶ
ἀπειθαρχίας στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς καὶ τὰ πρόσωπα, ...καθὼς κάποιοι θέλουν νὰ εἶναι
ἀνεπίσκοποι, ἀδέσποτοι, ἀκολουθώντας τὸ λογισμό τους καὶ θεωρώντας ἑαυτοὺς ὑπεράνω
τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἀλάθητοι κριτὲς καὶ αὐτῆς τῆς Συνοδικῆς πράξεως καὶ Παράδοσής
της. Ὀφείλονται ἀκόμη καὶ σὲ λόγους γνησιότητας τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς νὰ εἶναι αὐτὴ
μία ἀκόμα ἰδεολογία καὶ ὄχι ἐν Χριστῷ ζωή», σημαίνουν ἀσφαλῶς ὅτι
τάσσεσθε ὑπέρ τῶν Οἰκουμενιστῶν, ὅτι αὐτούς θεωρεῖτε Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί
τούς ἀποτειχισμένους τούς θεωρεῖτε ἀνυπάκουους, ἀπείθαρχους, ἀνεπίσκοπους, ἀδέσποτους
κλπ.
Ἐδῶ προφανῶς
δέν κατανοεῖτε (καί δι’ αὐτό τό ἀπορρίπτετε) τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως, τό ὁποῖο
κατ’ οὐσίαν εἶναι ἀπόλυτη ὑπακοή καί πειθαρχία ὄχι εἰς τά πρόσωπα, ἀλλά εἰς
τούς θεσμούς, καί δή στήν ἁγ. Γραφή, στούς ἱερούς Κανόνες καί στήν διδασκαλία τῶν
Ἁγίων. Ἀντιθέτως ἡ ὑπακοή καί πειθαρχία, τήν ὁποία εἰσηγεῖσθε, εἰς τά πρόσωπα ἐν
καιρῷ αἱρέσεως, δημιουργεῖ ἀνυπακοή καί ἀνταρσία στήν ἁγ. Γραφή καί τήν
Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί βεβαίως ἑδραίωσι καί διαιώνισι τῆς αἱρέσεως.
Αὐτοί δηλαδή, οἱ
ὁποῖοι θέλουν νά ὑπακούσουν στήν ἁγ. Γραφή, στούς Ἱερούς Κανόνες καί στήν
διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ὑπαρχούσης βεβαίως τῆς αἱρέσεως, εἶναι κατά τήν γνώμη σας
οἱ ἀδέσποτοι καί ἀπείθαρχοι καί ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ αὐτοί οἱ ὁποῖοι
βαδίζουν, ἐνσυνείδητα καί συνοδικά, ἀντίθετα εἰς τήν Ἁγ. Γραφή, τούς Ἱερούς
Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, εἶναι οἱ ἐντός Ἐκκλησίας καί προφανῶς οἱ
πειθαρχημένοι καί ὑπάκουοι.
Ὁ ὅσιος
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, τί διδάσκει ἐν προκειμένῳ; Σέ ἐπιστολή του στόν μοναχό
Ναυκράτιο ἀναφερόμενος στήν μοιχειανική αἵρεσι πολύ λακωνικά καί συνοπτικά
λέγει τά ἑξῆς: «ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα,
πάντα αἱρετικόν δυνάμει κἄν οὐ ρήματι ἀναθεματίζει» (Φατ. 49, 142, 84).
Δηλαδή ἐσεῖς εἰσηγηθήκατε στό ἱερατικό συνέδριο τοῦ Βόλου τήν ὑπακοή καί
πειθαρχία στούς αἱρετικούς ποιμένες, καί ὁ ὅσιος διδάσκει ὄχι μόνον τήν ἀπειθαρχία
καί τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτούς, ἀλλά καί ἐπί πλέον καί τόν ἀναθεματισμό
των. Πῶς ἀκόμη ὁ ὅσιος δύναται τούς αἱρετικούς νά τούς θεωρῆ Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ, τήν στιγμή πού τούς ἀναθεματίζει; Ἐσεῖς, κύριε Καθηγητά, ἀντιθέτως μέ
τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου, τούς ὑπογράφετε τά συγχωροχάρτια καί αὐτοί, βεβαίως,
μέ τήν ἐπικουρική στήριξι τῆς ἐπιστήμης θά συνεχίζουν τό ὀλέθριο ἔργο των.
Ἐκεῖνο, τέλος,
πού εἰσηγεῖσθε εἰς τό σημεῖο αὐτό, ὅτι δηλαδή ἡ ἀποτείχισις ὀφείλεται ἀκόμη «σὲ λόγους γνησιότητας τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς νὰ εἶναι αὐτὴ
μία ἀκόμα ἰδεολογία καὶ ὄχι ἐν Χριστῷ ζωή» εἶναι τελείως ἐκτός πραγματικότητος,
διότι κανείς ἄλλος περισσότερο ἀπό τήν ἐπιστήμη δέν εἶδε ὡς ἰδεολογία τήν Ὀρθοδοξία
καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Εἶναι γνωστό τοῖς πᾶσι ὅτι οἱ φοιτητές σήμερα στίς
θεολογικές σχολές διδάσκονται κατά κόρον τόν Οἰκουμενισμό, τόν ὀρθολογισμό καί
τήν ἀθεΐα, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι, ἀποφοιτώντας ἀπό τό Πανεπιστήμιο, ἔχουν ἀπωλέσει
καί τήν λίγη πίστι πού εἶχαν πρίν εἰσέλθουν. Ἄλλωστε τό Πανεπιστήμιο τῆς Ὀρθοδοξίας
δέν εὑρίσκεται εἰς τίς θεολογικές σχολές, ἀλλά στό μοναστήρι καί στό κοιμητήρι.
Δυστυχῶς ὅμως οἱ θεολόγοι μέ τίς μελέτες καί τίς ἐπιστημονικές ἔρευνες, πέραν
τοῦ ὅτι ἔχουν μετατρέψει τήν Ὀρθοδοξία σέ ἰδεολογία καί ὄχι ἐν Χριστῷ ζωή, ἔχουν
τήν ἀξίωσι οἱ ἀπόψεις των νά εἶναι καθοριστικές διά τήν ἱστορική γραμμή καί
πορεία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄν σέ αὐτές τίς
ἀπόψεις μου σφάλλω, κ. Καθηγητά, εἶμαι ἕτοιμος νά σᾶς ἀκούσω καί νά πεισθῶ, ἐφ’
ὅσον βεβαίως προσκομίσετε τά ἀνάλογα ἐπιχειρήματα. Αὐτά ὅμως ὅλα πού σᾶς ἀναφέρω,
δέν εἶναι ἰδικές μου ἀπόψεις, διότι ἐγώ δέν ἐσπούδασα θεολογία, ἀλλά θεολόγων οἱ
ὁποῖοι ὁμολογοῦν τήν βλάβη τήν ὁποία ἐπροξένησε εἰς τήν ψυχή των ἡ φοίτησις
στήν θεολογία, καθώς καί τό ὅτι εἰς τήν σχολή δέν ἄκουσαν τίποτε πνευματικό, ἀλλά
ἰδεολογίες π.χ. τοῦ Φρόϋντ και τοῦ Μπέρξον.
Στήν συνέχεια εἰσηγεῖσθε
τά ἑξῆς: «Ὅσοι
ὑποστηρίζουν τὰ ἀνωτέρω κυριαρχοῦνται μονίμως ἀπὸ μιὰ ἰσοπεδωτικὴ ἱεροκατηγορία
καὶ ἕνα χωρὶς ἐπίγνωση, ἐνίοτε ἄκριτο καὶ ἐπικίνδυνο ζηλωτισμό, ποὺ ἐκφράζεται ὡς
ἀντι-οικουμενισμὸς καὶ ὀρθοδοξομανία, χωρὶς ὅμως τὴν ἀνάλογη ὀρθοπραξία. Στὴν
προσπάθειά τους νὰ τεκμηριώσουν τὶς ἀπόψεις τους φέρνουν ὡς χαρακτηριστικότερο
παράδειγμα τὴν διδασκαλία καὶ τὴ δράση τοῦ ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου...».
Ἐδῶ, κρίνετε ὡς
ἱεροκατηγορία τήν ἔνστασι, ἀντίδρασι καί τόν ἔλεγχο κάποιων ὄχι γιά προσωπικά
θέματα τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλά γιά θέματα πίστεως· τά θεωρεῖτε δέ ὡς ἐπικίνδυνο καί
ἄκριτο ζηλωτισμό πού ἐκφράζεται ὡς ἀντιοικουμενισμός καί ὀρθοδοξομανία. Στό
σημεῖο αὐτό ἀποφεύγετε πάλι νά ἀναφερθῆτε εἰς τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
δηλαδή τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας, ἐνῶ ὁ Ὅσιος ἀναφερόμενος στήν ἀντίστοιχη αἵρεσι
τῆς ἐποχῆς του, δηλαδή τήν μοιχειανική αἵρεσι, ἀσφαλῶς μικρότερης σημασίας
συγκρινόμενης μέ τήν ἐσχατολογική αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν ὀνόμασε ἀποστασία
τοῦ Εὐαγγελίου καί τούς αἱρετικούς ἀναθεματιστές τῶν Ἁγίων (Φατ. 36, 101,6). Ἐδῶ
πρέπει νά σᾶς ἐπισημάνω ὅτι ἡ πνευματική κατανόησις τοῦ Ὁσίου ἑστιάζεται κυρίως
εἰς τό νά μιμηθοῦμε τόν τρόπο σκέψεως καί ἐνεργείας του, μεταφέροντας τίς
πράξεις του στήν ἰδική μας ζωή καί ἀντιμετωπίζοντας κατά τόν ἴδιο τρόπο τήν αἵρεσι
τῆς ἐποχῆς μας.
Προφανῶς δέ ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι πολύ
χειροτέρα αἵρεσις ἀπό τήν μοιχειανική, διότι ἡ μοιχειανική ἀθετοῦσε δημοσίως
καί συνοδικῶς μία ἐντολή τοῦ Εὐαγγελίου, ἐνῶ ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ παναίρεσις
ἡ ὁποία περιέχει καί ἀμνηστεύει ὅλες τίς αἱρέσεις, διευρύνει δέ τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας,
ὥστε νά χωροῦν εἰς αὐτήν καί οἱ αἱρετικοί.
Μέ ποία ἐπίσης ἔννοια
θεωρεῖτε ὡς ἱεροκατηγορία, καί μάλιστα ἰσοπεδωτική, τήν καταγγελία τῶν αἱρετικῶν
ἐπισκόπων ἐκ μέρους τῶν πιστῶν διά θέματα πίστεως, καί πῶς ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης δέν ἦτο ἱεροκατήγορος, ἐπικίνδυνος ζηλωτής καί ὀρθοδοξομανής, σύμφωνα
μέ τίς ἐκφράσεις σας, τήν στιγμή πού ἐξεφράζετο δημοσίως καί εὐθαρσῶς μέ βαρεῖς
χαρακτηρισμούς ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς του, ἀποκαλώντας τους
μοιχειανούς, ἀποστάτες τοῦ Εὐαγγελίου, αἱρετικούς κλπ.; Πρέπει, κ. Καθηγητά, νά
μᾶς ἀναφέρετε δευτερολογώντας, ἄν ὁ Ὅσιος διέφευγε τῶν κατηγοριῶν σας καί ἄν, οἱ
ἐκφράσεις σας αὐτές, δέν τόν ἀφοροῦν, καθ’ ὅσον ἔπραξε τά ἴδια γιά τίς αἱρέσεις
καί τούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς του, καί ὡς ἐκ τούτου ἀφοροῦν μόνον τούς
συγχρόνους χριστιανούς.
Ἐν συνεχείᾳ
λίγο κατωτέρω εἰσηγεῖσθε τά ἑξῆς: «Εἶναι ἀληθὲς ὅτι
στὶς ἐκτιμήσεις διαφόρων ἐρευνητῶν ὑπάρχει ἡ ἄποψη, τὴν ὁποία συμμερίζονται ἀρκετοὶ
θεολόγοι, ποὺ θέλει τὸν ἱερὸ Πατέρα νὰ ἀνήκει στοὺς ζηλωτές, ἢ νὰ εἶναι ὁ ἡγέτης
τῆς μερίδος τῶν ζηλωτῶν, ποὺ ἀπαιτοῦσαν ἀκρίβεια, καὶ τοὺς Πατριάρχες, ἀπὸ τὴν ἄλλη
μεριά, Ταράσιο καὶ Νικηφόρο καὶ Μεθόδιο, στοὺς μετριοπαθεῖς καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐπεδίωκαν
τὴν ἄσκηση οἰκονομίας».
Ἐδῶ πάλι μᾶς ἐμπλέκετε μέ τούς ἐρευνητές καί
τόν ἐπιστημονισμό, γενικῶς δέ δέν ἀναφέρετε κάτι πνευματικό, ἀπηλλαγμένο ἀπό
τήν ἐπιστημονική φαντασία καί διανόησι. Μεταξύ δέ τῶν ἐρευνητῶν συγκαταλέγετε, ὅπως
ἐξάγεται ἀπό ἄλλα σημεῖα τῆς εἰσηγήσεώς σας, καί τούς αἱρετικούς ἐρευνητές τῆς
Δύσεως, οἱ ὁποῖοι πέραν τοῦ ὀρθολογισμοῦ ἀπό τόν ὁποῖο διακατέχονται, ἔχουν
πλήρη μεσάνυκτα καί ἀδυναμία ὀρθοδόξου κρίσεως καί προσανατολισμοῦ. Καί ἡ
διδακτορική σας μελέτη, ὅπως διαβάζουμε ἀπό τήν βιβλιογραφία, εἶναι γεμάτη ἀπό
τίς γνῶμες τῶν ξένων αἱρετικῶν ἐρευνητῶν.
Ἡ Ἐκκλησία
πάντως εἶχε ἀνέκαθεν τόν Ὅσιο ὡς αὐστηρό ζηλωτή καί φύλακα τῆς πίστεως. Τό
τροπάριο τῆς γ’ Ὡδῆς τοῦ Κανόνος του ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Θεοφορούμενος
σαφῶς καί ζήλῳ πεπυρσευμένος, τάς βεβήλους διδαχάς τῶν ἀφρόνων διαλέλυκας, ταῖς
σαῖς διδασκαλίαις πάνσοφε· τήν ἐκ Θεοῦ γάρ χάριν, Θεόδωρε, κατεπλούτησας».
Ἐσεῖς βεβαίως, κ. Καθηγητά, ἐξάγετε τά συμπεράσματά σας ἀπό τούς ἐρευνητές καί ὄχι
ἀπό τούς Ἁγίους καί τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν συνέχεια, ὀλίγο
κατωτέρω, ἀναφέρεσθε εἰς τήν κοινωνία καί τήν ἀκοινωνησία τοῦ Ὁσίου μέ τήν Ἐκκλησία
καί εἰσηγεῖσθε τά ἑξῆς: «Τὸ ζήτημα τῆς κοινωνίας ἢ τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ ἱεροῦ πατρὸς μὲ τὴν Ἐκκλησία
καὶ τὸν τοπικὸ Ἐπίσκοπο, εἶναι ἕνα ἰδιαιτέρως εὐαίσθητο, ἀκανθῶδες καὶ
παραμένει σήμερα γιὰ πολλούς, ἕνα δυσεπίλυτο ἑρμηνευτικὸ πρόβλημα. Σὲ μεγάλο
βαθμὸ οἱ δυσκολίες ὀφείλονται, ἀφ’ ἑνὸς στὴν ἀπώλεια ὁρισμένων πηγῶν καὶ ἀφ’ ἑτέρου
εἰς τὸν περιστασιακὸ καὶ ἀποσπασματικὸ χαρακτῆρα, ὅσων διασώθηκαν».
Ἐδῶ, κ.
Καθηγητά, συγχέετε τά πράγματα, προφανῶς σκοπίμως, καί τήν ἀκοινωνησία μέ τόν Ἐπίσκοπο
τήν ἐπεκτείνετε καί εἰς τήν ἀκοινωνησία μέ τήν Ἐκκλησία. Ὁ Ὅσιος ὅμως, πάντοτε
τά διεχώριζε, καί ἐθεωροῦσε ὅτι ἡ κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία ὑπῆρχε ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχε
ἡ Ὀρθόδοξος πίστις, δηλαδή τήν ἐταύτιζε μέ τήν Ὀρθοδοξία καί ὄχι μέ τά πρόσωπα.
Ἐσεῖς, ἐπειδή προφανῶς θεωρεῖτε τήν Ἐκκλησία ἐπισκοποκεντρική, ταυτίζετε τήν
παραμονή στήν Ἐκκλησία μέ τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπο, ἔστω καί ἄν
αὐτός εἶναι αἱρετικός. Ὁ Ὅσιος ἐπί τοῦ θέματος ἀναφέρει τά ἑξῆς σέ προσωπική ἐπιστολή
του πρός τόν Πατριάρχη ἅγ. Νικηφόρο: «ἤδη γάρ τό
παρόν ἀπήγγειλεν ἡμῖν ᾿Ιωάννης ὁ σύνδουλος καί μαθητής ἡμῶν, ὡς ἀξιωθείς τῆς
σεπτῆς σου προσκυνήσεως ἀκήκοεν παρ’ αὐτῆς ξένα τινά καί ἀπευκταῖα· ἀποσχίσται
γάρ, φησίν, ἐστέ τῆς ἐκκλησίας. Πόσον οὖν ἐπί τούτοις, ὦ μακαριώτατε, οὐκ εἰκότως
ἦν ἡμῶν διατεθῆναι τήν ψυχήν λυπηρῶς; πῶς δέ οὐκ ἐκλαλῆσαι ἀπολογητικῶς τῇ ἁγιωσύνῃ
σου καί μή τῇ σιωπῇ κυρῶσαι τήν κατηγορίαν;» (Φατ. 25, 68, 4).
Ἐδῶ ὁ ἅγ. Νικηφόρος,
κακῶς φερόμενος ἤ ἐλλειπῶς πληροφορηθείς, ἀποκαλοῦσε τούς Στουδίτες μοναχούς
καί τόν Ὅσιο σχισματικούς. Ὁ μόνος λόγος γιά νά ἀποδώση ὁ ἅγ. Νικηφόρος αὐτήν
τήν βαρυτάτη κατηγορία στόν Ὅσιο ἦταν ἡ πλήρης διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας καί ὄχι, ὅπως ἐσεῖς κ. Καθηγητά ἰσχυρίζεσθε, ἡ προσωπική διάστασις,
ψυχρότης καί ἀπομάκρυνσις· δηλαδή ἐπληροφορήθη ὁ Πατριάρχης ὅτι οἱ Στουδίτες
πατέρες δέν τόν ἐμνημόνευαν.
Διότι δέν χαρακτηρίζεται, προφανῶς, κάποιος ὡς
σχισματικός, καί μάλιστα ἀπό ἕναν Ἅγιο, ἐπειδή ἐψύχρανε τίς σχέσεις του μέ τόν Ἐπίσκοπο,
ἀλλά ὅταν διακόψει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία καί μνημόνευσι. Ὁ Ὅσιος λοιπόν ἀναγκάζεται
νά ὁμιλήση καί νά ἀπολογηθῆ ὥστε «μή τῇ σιωπῇ κυρῶσαι
τήν κατηγορίαν». Κατ’ ἀρχάς λοιπόν κάνει μία ἔμμεση ὑπόδειξι στόν
Πατριάρχη καί ἀναφέρει ὅτι δέν θά πρέπει νά ἀκούη καί νά πείθεται εἰς αὐτά πού ἀκούγονται,
ἀλλά νά κρίνη δίκαια καί μάλιστα ἔχοντας προσωπική ἀντίληψι τῶν πραγμάτων.
Ἐν συνεχείᾳ ἐπί
τοῦ θέματος τοῦ σχίσματος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἴημεν
δέ ἐπ' αὐτῆς τῆς ἀπολογίας, θεῷ τε τῷ παντεφόρῳ καί τῇ ἀρχιερωσύνῃ σου ποιούμενοι
τόν λόγον. Οὐκ ἐσμέν ἀποσχίσται, ὦ ἁγία κεφαλή, τῆς τοῦ θεοῦ ἐκκλησίας, μήποτε
τοῦτο πάθοιμεν. ἀλλ' εἰ καί ἄλλως ἐν πολλοῖς ἁμαρτήμασιν ὑπάρχομεν, πλήν ὀρθόδοξοι
καί τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας τρόφιμοι, πᾶσαν αἵρεσιν ἀποβαλλόμενοι καί πᾶσαν
καθολικήν καί τοπικήν σύνοδον ἐγκεκριμένην ἀποδεχόμενοι, οὐ μήν ἀλλά καί τάς
παρ' αὐτῶν ἐκφωνηθείσας κανονικάς διατυπώσεις· μηδέ γάρ τέλειον εἶναι ὀρθόδοξον,
ἀλλ’ ἐξ ἡμισείας, τόν τήν πίστιν ὀρθήν οἰόμενον ἔχειν τοῖς δέ θείοις κανόσι μή ἀπευθυνόμενον».
Ἐδῶ σαφῶς ὁ Ὅσιος τήν ἀπόσχισι ἀπό τήν Ἐκκλησία τήν ταυτίζει μέ τήν ἀπόσχισι ἀπό
τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί ὄχι μέ τήν ἀπόσχισι ἀπό τά πρόσωπα. Πῶς ἄλλωστε θά
προέβαινε σέ ἀποτείχισι διά θέματα πίστεως, ἄν μέ αὐτή τήν πράξι ἐπίστευε ὅτι ἐξήρχετο
τῆς Ἐκκλησίας;
Στό τέλος δέ αὐτῆς
τῆς ἐπιστολῆς πρός τόν Πατριάρχη ἅγ. Νικηφόρο ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Τοῦτο τοίνυν παρακαλοῦμεν καί δεόμεθα, δυσωπηθῆναί σου τήν
ἁγίαν ψυχήν παρασταλῆναι τόν ἄνδρα πρός τό μή μωμεῖσθαί σου τήν ἄληπτον ὁσιότητα
μηδέ χραίνεσθαι τό θεῖον θυσιαστήριον καθῃρημένου λειτουργίᾳ μηδέ εἶναι αἰτίας
εὐλόγους σχισμάτων· γινωσκέτω γάρ ἀψευδῶς καί ἀκραιφνῶς ἡ μακαριότης σου ὅτι, εἰ
μή τοῦτο γένηται νεύσει καί τῆς φιλοθέου ψυχῆς τῶν εὐσεβεστάτων καί καλλινίκων ἡμῶν
βασιλέων (ζηλωταί γάρ εἰσιν), τό μέν ἡμέτερον ὅπως ἄν ἕξει, ὑπέρ τῆς ἐντολῆς ἐνισταμένων,
θεῷ ἐγνωσμένον, σχίσμα δέ μέγα ὑπό μάρτυρι θεῷ καί τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ ἀγγέλων
γενήσεται ἐν τῇ καθ᾿ ἡμᾶς ἐκκλησίᾳ».
Ἐδῶ ὁ Ὅσιος
δηλώνει ὅτι ἄν καί μέχρι τώρα δέν ἀποτειχίσθηκε, ὅμως, ἄν δέν καθαιρεθῆ ὁ
μοιχοζεύκτης Ἰωσήφ, θά δημιουργηθῆ μέγα σχίσμα στήν Ἐκκλησία. Αὐτό τό μέγα
σχίσμα, κατά τή γνώμη σας, κ. Καθηγητά, ἔγινε ἤ δέν ἔγινε, τήν στιγμή μάλιστα
πού ὄχι μόνον δέν καθαιρέθηκε ὁ Ἰωσήφ, ἀλλά εἰς τήν Σύνοδο τοῦ 809 καθαιρέθηκε
καί ἀναθεματίσθηκε ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ ἅγ. Ἰωσήφ Θεσσαλονίκης καί ὅλοι
οἱ ὁμόφρονές των; Καί τί τέλος πάντων ἦταν αὐτό τό μέγα σχίσμα; Ψυχρότης μεταξύ
των καί ἀπομάκρυνσις, ὅπως ἐσεῖς ἰσχυρίζεσθε, ἤ ἐκκλησιαστική διάστασις καί ἀποτείχισις;
Πολύ ἀποκαλυπτική
ἐπί τοῦ θέματος τούτου εἶναι ἡ ἀμέσως μετά τήν Σύνοδο τοῦ 809 σταλεῖσα ἐπιστολή
τοῦ Ὁσίου πρός τόν Πατριάρχη ἅγ. Νικηφόρο (Φατ. 30, 82). Σ’ αὐτήν τήν ἐπιστολή ὁ
Ὅσιος ὄχι μόνον ἀναφέρει πάλι τό μέγα σχίσμα πού θά δημιουργηθῆ στήν Ἐκκλησία, ἀλλά
δηλώνει ὅτι αὐτό τό δημιουργεῖ ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης μέ τήν ἀνοχή του εἰς τά
θέματα τῆς πίστεως. Ἐνῶ δηλαδή στήν πρώτη ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη ἀναφέρει
ἀορίστως ὅτι «σχίσμα δέ μέγα ....γενήσεται ἐν τῇ
καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησία» (Φατ. 25, 70, 81) στήν δεύτερη, μετά τήν Σύνοδο τοῦ
809, ἀναφέρει ὅτι «...μαρτυρούμεθα δέ τῇ ἁγιοσύνῃ
σου κατενώπιον Χριστοῦ ἐν ἀκροάσει τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὅτι μέγα σχίσμα ἐργάζῃ ἐν
τῇ καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησία» (Φατ. 30, 83, 45). Δηλαδή δηλώνει ὁ Ὅσιος ὅτι τό
σχίσμα τό δημιουργεῖ ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης. Καί σ’ αὐτήν πάλι τήν ἐπιστολή, κατ’
ἀρχάς, δηλώνει τήν Ὀρθόδοξο πίστι του καί τήν προσήλωσί του εἰς τήν Παράδοσι
καί τούς ἱερούς Κανόνες. Μέ αὐτά ἀπεδείκνυε ὅτι εἶναι ὀργανικό μέλος τῆς Ἐκκλησίας,
ἐνῶ ἀντιθέτως ἦταν ἕτοιμος νά ἀποτειχισθῆ ἀπό τά πρόσωπα, ἐάν παρέκλιναν στά
θέματα τῆς πίστεως.
Εἰς τήν
συνέχεια εἰσηγεῖσθε: «Εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ Θεόδωρος γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα βρέθηκε σὲ μιὰ
ἰδιάζουσα ἐκκλησιολογικὴ κατάσταση στὴ σχέση του μὲ τοὺς προϊσταμένους του, τοὺς
Πατριάρχες Ταράσιο καὶ Νικηφόρο. Ἐξ αἰτίας τῆς στάσεώς του γιὰ τὸν ἐπὶ μοιχείᾳ
δεύτερο γάμου τοῦ αὐτοκράτορα, ζήτημα τὸ ὁποῖο μεγιστοποίησε μέχρι τοῦ σημείου
νὰ τὸ θεωρεῖ ὡς ἄκρως ἐπικίνδυνη αἵρεση».
Ὥστε λοιπόν, κ.
Καθηγητά, ὁ Ὅσιος μεγιστοποίησε τήν ὑπόθεσι αὐτή «μέχρι
τοῦ σημείου νά τήν θεωρεῖ ὡς ἄκρως ἐπικίνδυνη αἵρεσι»! Ἐδῶ θά μπορούσατε
νά σκεφθῆτε τοιουτοτρόπως μόνον μέ τήν σύγχρονο δυτική ἀντίληψι, ἡ ὁποία ἀδιαφορεῖ
διά τά θέματα τῆς πίστεως καί δέν δύναται νά κατανοήση τόν σωτηριολογικό χαρακτῆρα
των. Εἶναι ἐπίσης μία εὐθεία κατηγορία πρός τόν Ὅσιο, τόν ὁποῖο παρουσιάζετε ὡς
ἀδιάκριτο καί ἐπαναστάτη γιά πράγματα ἀσήμαντα, ἥσσονος σημασίας καί ἀνάξια
λόγου. Εἶναι ἀκόμη, κατά τά λεγόμενά σας, ὁ Ὅσιος καί αἱρετικός, διότι ἀνάγει
σέ θέματα πίστεως καί αἱρέσεως πράγματα ἁπλά καί ἰάσιμα, ὅπως παλαιοί αἱρετικοί
ἀντιμετώπιζαν τήν κρεοφαγία, τόν γάμο κλπ. Εἶναι τέλος οἱ ἀπόψεις σας γιά τόν Ὅσιο
καί μία ἀρίστη σκηνοθετημένη συγκάλυψι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι
καί οἱ Οἰκουμενιστές σήμερα διαδίδουν ὅτι μεγιστοποιοῦν οἱ ἀντιδρῶντες τίς
πράξεις των καί τίς ἀνάγουν σέ θέματα πίστεως καί αἱρέσεως.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό,
κ. Καθηγητά, διαφαίνεται καθαρά ὅτι, παρ’ ὅλη τήν μακροχρόνια ἐνασχόλησί σας μέ
τόν Ὅσιο, δέν κατεννοήσατε τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο αὐτός ἀποτειχίσθηκε. Δι’ αὐτό
ἀκριβῶς ἑστιάζετε τήν ἀντίδρασί του εἰς τήν μοιχεία τοῦ αὐτοκράτορος. Ὁ Ὅσιος ὅμως
δέν ἀποτειχίσθηκε δι’ αὐτόν τόν λόγο, ἀλλά διότι αὐτή ἡ πρᾶξις τοῦ αὐτοκράτορος,
ἡ ὁποία εὐλογήθηκε δημοσίως ἀπό τήν Ἐκκλησία, διαδόθηκε ταχύτατα καί στούς ἄλλους
ἀξιωματούχους κατ’ ἀρχάς, καί ἔτσι κατά τό παράδειγμα αὐτό ἄφηναν καί αὐτοί τίς
νόμιμες γυναῖκες των καί ἔπαιρναν ἄλλες. Ἐπίσης ἀποτειχίσθηκε, διότι αὐτή ἡ πρᾶξις
κατοχυρώθηκε συνοδικῶς. Αὐτά τά στοιχεῖα τά δανειζόμεθα ἀπό τούς βιογράφους
του.
Γράφουν
συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Ἦν οὖν ἐξ ἐκείνου οὐ μόνον ἐν
τῇ βασιλευούσῃ, ἀλλά κἄν ταῖς ἄλλαις πόλεσι, κἄν ταῖς πορρωτέρω δέ χώραις, ὁδός
πρός τά χείρονα τό πραχθέν∙ οὕτως ὁ Βοσπόρου, οὕτως ὁ Γότθος, οὕτως οἱ λοιποί τῶν
ἐπαρχιῶν ἡγεμόνες, καί οἱ ἄλλως ταῖς πόλεσιν ἐφεστῶτες, ἀδεῶς τό ἀνόσιον ἔπραττον,
τάς μέν τῶν ὁμοζύγων ἐκβάλλοντες, τάς δέ ἀντεισάγοντες, καί συνηγορίαν τῶν οἰκείων
παθῶν τόν πρώτως δράσαντα προβαλλόμενοι. Ταῦτα ὁ μέγας διαμαθών Θεόδωρος, καί
περιαλγής τήν ψυχήν γεγονώς, ἔστενε βαρέα καί ἠνιᾶτο καί τούς πράττοντας κατῳκτίζετο,
κακῷ τοσούτῳ καί τοσούτους περιπαρέντας∙ δεδιώς μάλιστα καί περί τῶν λοιπῶν μή
καί ἐς πάντας ἀφίκηται τό δεινόν, καί νόμος ἄντικρυς τό ἄθεσμον γένηται, τῶ
κράτει δήπουθεν βοηθούμενον. Ὅθεν καί πάντα λογισμόν κινήσας, καί ὡς ἐνῆν περί
τήν ἐποχήν τοῦ κακοῦ διασκοπήσας, πρᾶγμα ποιεῖ τῆς ἑαυτοῦ εὐγενείας ἐπάξιον. Ἀποκηρύττει
τόν παρανομήσαντα βασιλέα, πάντων ὁρώντων, καί στηλιτεύει αὐτόν τε καί πρᾶξιν αὐτοῦ,
πᾶσιν αὐτόν τοῖς μονάζουσι θέμενος ἔκπτωτον» (P.G. 99, 137B).
Ὁ δεύτερος
βιογράφος ἐπί τοῦ ἰδίου θέματος εἶναι σαφέστερος: «Ἰωσήφ
δέ τις πρεσβύτερος καί οἰκονόμος τυγχάνων τῆς αὐτῆς ἁγιωτάτης Μεγάλης Ἐκκλησίας,
τῶν μοιχωμένων τε συνήθης ὤν, ἀναδέχεται τολμηρῶς τό ἐγχείρημα καί στεφανοῖ τούς
ἀθέσμους, ἔξω θεσμῶν ἀποσκιρτήσας θείων καί ἀνθρωπίνων· καί γίνεται προβολή τοῦ
τοιούτου κακοῦ οὐ μόνον ἐπί τῆς βασιλευούσης, ἀλλά καί ἐπί ταῖς ἐξωτάτω χώραις·
οὕτω γάρ ὁ τῆς Λογγοβαρδίας ρήξ, οὕτως ὁ τῆς Γοτθίας, οὕτως ὁ τῆς Βοσπόρου
τοπάρχης, τῇ λύσει ταύτης τῆς ἐντολῆς ἐπερειδόμενοι, μοιχικαῖς ὀρέξεσι καί ἀκράτοις
ἐπιθυμίαις ἑαυτούς περιέπειραν, τήν τοῦ Βασιλέως Ρωμαίων πρᾶξιν εὐπροφάσιστον ἔχοντες
ἀπολογίαν, ὡς ἐκείνου μέν τῷ αὐτῷ περιπεσόντος, ἀποδεδεγμένου δέ παρά τε τοῦ
πατριάρχου καί τῶν σύν αὐτῷ ἀρχιερέων. Ταῦτα οὖν τά παράνομα διαγνούς ὁ κατά
Χριστόν Ἰησοῦν χαρακτηριζόμενος ἄνθρωπος, καί πᾶσαν ὡς δυνατόν ἑκάστοτε δικαιοσύνην
προφανῶς ἀποπληρῶν, τοῦ τε ὁμοφύλου γένους πατρικοῖς προμηθούμενος σπλάγχνοις, ἠνιᾶτο,
ἐδυσφόρει καθ' ἑαυτόν, τήν ἁπάντων ὁμοῦ ἀπωδύρετο ἀπώλειαν τῶν τε νῦν καί τῶν
μετά ταῦτα· ἐδεδίει γάρ εἰκότως μή πως εἰς νόμον τοῖς ἀνοήτοις ἡ τοῦ κρατοῦντος
ἀλογιστία παραδεχθεῖσα, ἀνίατον παραπέμψῃ ταῖς ὕστερον γενεαῖς τό πρακτέον· διά
τοι τοῦτο οὐ παρασιωπᾷ τοῦ μή ἐλέγξαι τό πῆμα, ἀλλ' ἀπορρήγνυσιν ἑαυτόν σύν τῷ ἰδίῳ
πατρί τῆς ἐκείνων εὐθύς κοινωνίας» (P.G. 99, 252C). Δηλαδή ὁ Ὅσιος ἀποτειχίσθηκε, διότι ἔβλεπε τό
κατάντημα ὅλων αὐτῶν καί ἐλογίζετο τήν μετέπειτα πορεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον
αὐτό θά ἐπικρατοῦσε καί θά ἐγένετο νόμος.
Ἀσφαλῶς θά
γνωρίζετε, κ. Καθηγητά, τήν θεολογική τοποθέτησι τοῦ Ὁσίου ἐπί τοῦ θέματος
τούτου, ἡ ὁποία συνοπτικά εἶναι, ὅτι ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις ἔστω καί
μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς, σημαίνει ἀθέτησι ὅλου τοῦ Εὐαγγελίου καί ἀποτελεῖ αἵρεσι.
Ἀπορῶ, λοιπόν, πῶς εἰσηγεῖσθε τόσο ἀθεολόγητα καί ψευδῆ πράγματα, ὅτι δῆθεν ὁ Ὅσιος
τό ζήτημα τοῦτο τό «ἐμεγιστοποίησε μέχρι τοῦ
σημείου νά τό θεωρεῖ ὡς ἄκρως ἐπικίνδυνη αἵρεσι». Ἐδῶ ἐπίσης, ἄν μή τί ἄλλο,
δείχνετε ἄγνοια γιά τήν καθαρότητα καί ἀκρίβεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.
Πρέπει εἰς τό
σημεῖο αὐτό νά σημειωθῆ ὅτι ὁ Ὅσιος δέν ἀπέκτησε τό κῦρος καί τήν ἀνάδειξί του ὡς
ὁμολογητής ἀπό τήν εἰκονομαχία, ἀλλά κατά τήν ζωοπύρωσι τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως
εἶχε τό κῦρος αὐτό καί τήν ἀναγνώρισι τοῦ ὁμολογητοῦ ἀπό τήν σύγχρονή του Ἐκκλησία, ἐξ αἰτίας τῆς
στάσεώς του καί τῆς ὁμολογίας του εἰς τήν μοιχειανική αἵρεσι. Τό ἀναφέρουν αὐτό
μέ ἀπόλυτη σαφήνεια οἱ βιογράφοι του: «Καί οὕτω μᾶλλον
ὁ μέγας Θεόδωρος διαβοητότερος καθίσταται, μιμητής τοῦ Προδρόμου δεικνύμενος,
καί Ἠλιοῦ τοῦ Θεσβίτου, οὐ μόνον ἐν τοῖς περιοίκοις, ἀλλά καί πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης·
ἐν γάρ τῇ Θεσσαλονικέων τόν ἅπαντα χρόνον τῆς Κωνσταντίνου βασιλείας
περιφρουρούμενος πόλει, εἰς τάς ἐξωτάτω χώρας τά τῶν ἰδίων κατορθωμάτων ἀπέπεμπε
προτερήματα. Γεγράφηκε δέ καί τῷ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης δι’ οἰκείων αὐτοῦ
μαθητῶν δῆλα ταῦτα καταστησάμενος∙ καί ἀπεδέχθη παρ’ αὐτοῦ μεγάλως, ὡς μή ὑποστειλάμενος
ἀναγγεῖλαι τά φίλα Θεῷ∙ παρ’ οὗ καί ἀντίγραφα ἐδέξατο καταγεραίροντα αὐτοῦ τήν ὑπέρ
τοῦ καλοῦ ἔνστασίν τε καί ἄθλησιν, ὡς ἐξισουμένην τῇ τοῦ θείου Προδρόμου ἀξιοπρεπῶς
παρρησίᾳ» (P.G. 99, 256B).
Tώρα κ. Καθηγητά, ἄν ὅλοι αὐτοί ἐπλανήθησαν καί ἀναγνώρισαν
ὡς ὁμολογητή τόν Ὅσιο, ἐξ’ αἰτίας τῆς ἀποτειχίσεώς του λόγῳ τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως,
ὄντως τότε, χρειαζόμεθα τούς ἐρευνητάς καί ἐπιστήμονας θεολόγους πρός ἀποκατάστασι
τῆς ἀληθείας καί πλάνης, οἱ ὁποῖοι θά ἀποφανθοῦν διά τήν μεγιστοποίησι τοῦ
θέματος καί, βεβαίως, θά τό ἑστιάσουν εἰς τήν μοιχεία τοῦ αὐτοκράτορος. Πάντως
πιστεύω ὅτι οἱ ἰδέες σας, ἄν καί ἀνορθόδοξες, θά ἄρεσαν στόν προσκαλέσαντα Ἐπίσκοπο
Ἰγνάτιο, διότι αὐτόν οὐδόλως τόν ἐνδιέφερε τί ἔπραξε ὁ Ὅσιος, ἀλλά τί πρέπει νά
κάνη διά νά διατηρῆ σέ πειθαρχία καί σέ πλήρη νάρκωσι τό ἱερατεῖο καί τό
ποίμνιό του.
Στήν συνέχεια εἰσηγεῖσθε
τά ἑξῆς: «Ἀπό τήν πλευρά του ὁ ἱερός Πατήρ, στίς ἐπιστολές αὐτῆς τῆς περιόδου ἐπιχειρηματολογεῖ
διά πολλῶν παραδειγμάτων γιὰ τό χρέος, τό καθῆκον πού αἰσθάνεται ὅτι ἔχει νά
διορθώνει, ὅταν χρειάζεται, ἀκόμη καί τούς ἀνωτέρους του». Ἐδῶ
πρέπει κ. Καθηγητά, νά τονίσωμε ὅτι ὁ Ὅσιος ὁμιλοῦσε καί ἐδίδασκε στίς ἐπιστολές
μόνο ὅταν τοῦ ὑποβάλλοντο ἐρωτήσεις, ἀπέφευγε δέ συστηματικά νά κάνη τόν
δάσκαλο καί μάλιστα στούς ἀνωτέρους του· ἐξαίρεσι ἀποτελοῦσαν, τά θέματα τῆς
πίστεως γιά τά ὁποῖα ἐδίδασκε ὅτι ἦτο ὑποχρεωμένος νά ὁμιλῆ, ὥστε νά μήν ἐπικυρώνη
διά τῆς σιωπῆς τήν αἵρεσι. Ὁμιλοῦσε βεβαίως καί ὅταν ἐκατηγορεῖτο, γιά σοβαρά
θέματα ὅπως τήν δημιουργία σχίσματος, τήν καθαίρεσι καί τόν ἀναθεματισμό των
κλπ. (Φατ. 25, 68, 9-39, 114, 76-43, 125, 26-48, 134, 135 κλπ.).
Στήν πρώτη ἐπιστολή
του μάλιστα πρός τόν Πατριάρχη, ἀναφέρει ὁ Ὅσιος τά ἑξῆς: «ἄρτι γάρ τό ταπεινόν ἡμῶν στόμα ἠνοίξαμεν, ἡνίκα ἐνεκλήθημεν·
ὁπηνίκα γάρ ἐγεγόνει ἡ συνέλευσις ἐκείνη ἡ μικρά καί οὐκ οἶδ’ ὁποία εἰπεῖν ἐκ τῆς
φυλακῆς ἤμην καταυτά ἐξεληλυθώς. Καί ἐπεί ἑώρων τούτους συνηθροισμένους, τούς
καί πρότερον τήν μοιχείαν καταδεξαμένους καί τόν μοιχοζεύκτην ἀσπασαμένους, ἐμνήσθην
τοῦ προφητικοῦ ἐκείνου, ὅτι ὁ συνιῶν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ σιωπήσεται, ὅτι καιρός
πονηρός ἐστιν. ἀλλ᾿ ἐπεί ὁ αὐτός λέγει· ἐσιώπησα· μή καί ἀεί σιωπήσομαι; διά τοῦτο
ἐν καιρῷ εὐθέτῳ συκοφαντηθείς ἀνένεγκα τά παριστάμενα· ἐπεί τό ὅσον ἐν ἐμοί
παντί τρόπῳ ἐφυλαξάμην ἐν τοῖς δυσίν ἔτεσι τούτοις μή εἰς προῦπτον ἐκβεῖν τήν ὑπόθεσιν,
ἐκεῖνο ἐν ἐμαυτῷ λέγων, ὅτι, ἐπεί οὐκ εἰμί ἐπισκόπου ἔχων ἀξίωμα δυνάμενος ἐλέγχειν,
ἀρκετόν μοι ἡ οἰκεία φυλακή καί τοῦ μή μετασχεῖν με τῆς τε ἐκείνου κοινωνίας καί
τῶν ἐκείνῳ ἐν γνώσει συλλειτουργούντων, ἕως ἄν ἐκ μέσου γένηται τό σκάνδαλον» (Φατ.
25, 69, 59).
Ἐδῶ ὁ Ὅσιος σαφῶς
διδάσκει ὅτι ἄνοιξε τό στόμα του γιά νά ὁμιλήση μόνο ὅταν ἐκατηγορήθη «ἡνίκα ἐνεκλήθημεν» καί ὅταν ἐπίσης ἐσυκοφαντήθηκε
«διά τοῦτο ἐν καιρῷ εὐθέτῳ συκοφαντηθείς ἀνένεγκα
τά παριστάμενα». Ἀναφέρει ἀκόμη ὅτι κατά τά δύο ἔτη πού διέρρευσαν
προσπάθησε νά μήν δημοσιεύση τήν ὑπόθεσι καί ὅτι τελικῶς τό ἀξίωμά του ἦταν
τέτοιο, ὥστε δέν τοῦ ἔδιδε τό δικαίωμα νά ἐλέγχη, ἀλλά μόνο νά προφυλάσση τόν ἑαυτόν
του ἀπό τήν κοινωνία μέ αὐτούς πού πρωτοστάτησαν στήν αἵρεσι.
Προφανῶς λοιπόν
αὐτά τά ὁποῖα γράφετε εἶναι λάθος καί μάλιστα ὑποθέτω ὅτι τά ἀναφέρετε γιά νά ἱκανοποιήσετε
τόν οἰκουμενιστή Ἐπίσκοπο πού σᾶς προσκάλεσε στήν ἱερατική σύναξι, ὥστε αὐτός
νά μήν ἐλέγχεται γιά τήν ἀποστασία του εἰς τά θέματα τῆς πίστεως.
Ὑπάρχει βεβαίως
καί μία μόνο ἐπιστολή τῆς περιόδου τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται
στόν ἀρχιγραμματέα τῶν ἀπορρήτων ὀνόματι Στέφανον. Καί ἐδῶ πάλι ὁ Ὅσιος
προεκλήθη γιά νά ὁμιλήση, ἐξ αἰτίας κάποιας διαφωνίας γιά τό ἄν πρέπει νά ἐλέγχουμε
τούς ἀνωτέρους μας: «ὁ κύριός μου, ἵνα συντόμως ἐρῶ,
τάς πολλάς πιέσεις καί ἀντιρρήσεις ἐπισυστέλλων, ἔφης τά, ὡς οὐ χρή τόν προεστῶτα
εἴτουν ποιμενάρχην ἄτερ πίστεως ἐπί ταῖς ἄλλαις ἐντολαῖς τοῦ Κυρίου κατά ἄγνοιαν
ἤ ἐθελοντί πράττοντά τι τῶν ἀπηγορευμένων πρός τινος ὑπομνήσκεσθαι, ἡμῶν
λεγόντων ὅτι καί μάλα, ἀλλ’ ὑπό τῶν προεχόντων ἐν γνώσει καί συνέσει παρά τούς ἄλλους»
(Φατ. 5, 19, 11). Δηλαδή ὁ Στέφανος ἰσχυρίζετο ὅτι δέν πρέπει νά ἐλέγχωμε τούς ἀνωτέρους
μας, ὅταν δέν ὑπάρχουν θέματα πίστεως, ἐνῶ ὁ Ὅσιος ἐδίδασκε ὅτι πρέπει νά τούς ἐλέγχωμε
καί μάλιστα πάρα πολύ, ἀλλά ὄχι ὁ οἱοσδήποτε, ἀλλά αὐτοί πού ἔχουν τήν ἀνάλογο
γνώσι καί σύνεσι. Ἐν συνεχείᾳ στήν ἐπιστολή ἀναφέρει πολλά παραδείγματα
ξεκινώντας ἀπό τήν Π. Διαθήκη καί καταλήγοντας στήν Καινή. Τελικῶς ἐπισφραγίζει
τόν λόγο του μέ τήν διδασκαλία του Μ. Βασιλείου ἀπό τά ἀσκητικά καί ἠθικά του
συγγράμματα.
Ἄν λοιπόν κ.
Καθηγητά, ὁ Ὅσιος χρησιμοποιώντας τήν ἁγ. Γραφή καί τόν Μ. Βασίλειο διδάσκει, ὅτι
πρέπει νά ἐλέγχωμε τούς ἀνωτέρους μας γιά διάφορα κοινά καί φανερά σφάλματά
τους, καταλαβαίνετε πόσο αὐτό πρέπει νά γίνεται γιά τά θέματα τῆς πίστεως.
Αὐτά ὅλα λοιπόν
ἀποτελοῦν διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων καί δέν εἶναι προσωπικές
θέσεις τοῦ Ὁσίου καί, ἄρα, οἱ Ἐπίσκοποι πρέπει νά ἐλέγχωνται ἀπό τούς
κατωτέρους των καί ὄχι ὅπως αὐτοί διδάσκουν μόνο ἀπό τήν Σύνοδο. Τό κακό εἶναι ὅτι
καί ἐσεῖς μέ τήν εἰσήγησί σας συνηγορεῖτε ὑπέρ τῆς δεσποτοκρατίας καί μάλιστα,
τώρα πού ὑπάρχουν θέματα πίστεως.
Ἐν συνεχείᾳ
στήν εἰσήγησί σας ἀναφέρεσθε εἰς τό καυτό διά τούς Ἐπισκόπους θέμα τῆς ἀποτειχίσεως
καί τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως. Ἐδῶ εἰσηγεῖσθε ὅ,τι ἐξυπηρετεῖ τούς Ἐπισκόπους,
ὅ,τι τούς ἀφήνει ἀσύδοτους καί ἀνεξέλεγκτους, ὅ,τι προάγει τήν αἵρεσι καί ὑποστέλει
τήν Ὀρθοδοξία, ὅ,τι δημιουργεῖ τεράστιες εὐθύνες ἐξ αἰτίας τῆς συμπορεύσεως
πάντων μέ τήν αἵρεσι καί βεβαίως ὅ,τι ἀφήνει τό κακό ἀνίατο καί ἀθεράπευτο. Τό
κακό στήν προκειμένη περίπτωσι εἶναι ὅτι ἐπικαλεῖσθε ὡς μάρτυρα καί ὑποστηρικτή
δῆθεν αὐτῶν τῶν θέσεων τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη. Εἰσηγεῖσθε μεταξύ ἄλλων
καί τά ἑξῆς: «Ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας, ὡς συγκεκριμένη μορφὴ διαμαρτυρίας, σὲ καμία
περίπτωση δὲν σημαίνει ὅτι θέτει ἑαυτὸν ἔξω ἢ πάνω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐπιδιώκοντας
νὰ δημιουργήσει κάποια αὐτοκέφαλη ἢ κάποια ἀνεξάρτητη παρεκκλησία. Στὰ σχετικὰ
κείμενα δὲν ὑπάρχει καμία μαρτυρία γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός.
Ἡ πρόσκαιρη ἀκοινωνησία ἢ διαφορετικὰ ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας τοῦ ἱεροῦ πατρός,
δὲν συνεπάγεται κατ’ ἀνάγκην καὶ μυστηριακὴ ἀποχή, ἀλλὰ διακοπὴ καὶ ἔλλειψη
κοινωνίας σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο.
»Μὲ ἄλλα λόγια· δὲν κοινωνοῦσαν, ἦταν μεταξύ τους ἀκοινώνητοι,
ὑπῆρχε μιὰ ψυχρότητα στὶς σχέσεις τους, κάτι τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι καθόλου ἄγνωστο
καὶ στὴν δική μας καθημερινὴ ἐμπειρία. Ἂν μάλιστα καταφύγουμε στὴ κριτικὴ
μελέτη τῆς ἀντίστοιχης ὁρολογίας, τὴν ὁποία χρησιμοποιεῖ, σὲ πληθῶρα ἄλλων
κειμένων του ὁ Θεόδωρος, θὰ καταλήξουμε στὸ ἀσφαλὲς συμπέρασμα ὅτι δὲν εἶναι ἀναγκαστικὰ
ἀπαραίτητο ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας νὰ σημαίνει γι’ αὐτὸν μυστηριακὴ ἀκοινωνησία.
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἑρμηνεία συμμερίζονται καὶ οἱ εἰδικοὶ ἐρευνητὲς τοῦ κλάδου τῆς
φιλολογίας, τῆς λειτουργικῆς καὶ τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῶν ὁποίων ζητήσαμε τὴν ἑρμηνευτική
τους συνδρομή.
»Ἀπὸ τοὺς ἱστορικούς, ὁ πολύς καὶ ἀντικειμενικὸς στὶς
κρίσεις του ὁ ἀρχιμ. Βασίλειος Στεφανίδης, στὸ κλασσικὸ σύγγραμμά του Ἐκκλησιαστικὴ
Ἱστορία, ἀναφερόμενος στὴν διαμαρτυρία τοῦ Θεοδώρου γιὰ τὸ γάμο τοῦ αὐτοκράτορα,
σημειώνει ὅτι αὐτὸς διέκοψε τὴν μετὰ τοῦ Πατριάρχου ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία. Ἄλλος
νεώτερος ἔγκριτος ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικός, γνωστός, ὁ Βλάσιος Φειδᾶς, στὴν Ἱστορία
του ἀποφεύγει νὰ προσδιορίσει τὴν στάση τοῦ Θεοδώρου κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ καὶ ὁμιλεῖ
ἀορίστως γιὰ ἀποδοκιμασία καὶ ἀντιδράσεις τοῦ ἱεροῦ πατρός».
Ἐπίσης: «Ἔτσι, ἡ διακοπὴ
τῆς κοινωνίας ὡς μορφὴ ἀντίδρασης, πρέπει νὰ ἑρμηνευθεῖ μᾶλλον ὡς ἐθιμοτυπικοῦ
χαρακτῆρα καὶ δὲν ἔχει τὴν ἔννοια τῆς μυστηριακῆς ἀποχῆς, ὅπως δὲν σημαίνει ὅτι
θέτει ἑαυτὸν ἐκτὸς Ἐκκλησίας».
Ἀκόμη κατωτέρω:
«Σύμφωνα μὲ
τὴν μαρτυρία ἄλλης ἐπιστολῆς τῆς ἴδιας περιόδου, ὁ ἴδιος συνεχίζει νὰ
μνημονεύει, ὡς ἔχει καθῆκον “ἐν τῇ μυσταγωγίᾳ”, τόσο τὸν αὐτοκράτορα, ὅσο καὶ τὸν
Πατριάρχη.
»Αὐτὴ ἡ στάση τοῦ Θεοδώρου σημαίνει ὅτι παρὰ τὸ
γεγονὸς ὅτι δὲν βρίσκονταν σὲ κοινωνία (ἐντὸς εἰσαγωγικῶν) μὲ τὸν Πατριάρχη, ὅμως
δὲν τὸν εἶχε ἀποκηρύξει. Ἀντιθέτως, ἦταν ἀπολύτως νομιμόφρων σὲ αὐτόν,
δεδομένου ὅτι δὲν διέκοψε τὴν μνημόνευσή του, ἀλλὰ προσευχόταν γι’ αὐτὸν στὴν
Θεία Λειτουργία».
Ἔχοντας δέ τήν
πεποίθησι ὅτι γνωρίζετε πλήρως τίς θεολογικές τοποθετήσεις τοῦ Ὁσίου, τόν σκοπό
καί τά κίνητρά του, εἰσηγεῖσθε τά ἑξῆς: «Εἶναι βέβαιο, ὅτι ὁ Θεόδωρος γνώριζε πολὺ
καλὰ ὅτι ἡ διατήρηση στὴ λειτουργικὴ πράξης τῆς μνημόνευσης τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου,
ἀποτελοῦσε ἀναντικατάστατο στοιχεῖο ἑνότητας καὶ κανονικότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Κατὰ συνέπεια θὰ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ ἀποφύγει τὴ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου, ἀφοῦ
μιὰ τέτοια ἐνέργεια θὰ δημιουργοῦσε ἐπὶ πλέον δυσκολίες καὶ σχίσματα».
Ἐν τέλει τήν
διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, τήν ἑρμηνεύετε κατά τό δοκοῦν ὡς μία
προσωπική ὑπόθεσι καί ψυχρότητα στίς σχέσεις του μέ τόν Πατριάρχη: «Ἡ πρόσκαιρη ἀκοινωνησία
ἢ διαφορετικὰ ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας τοῦ ἱεροῦ πατρός, δὲν συνεπάγεται κατ’ ἀνάγκην
καὶ μυστηριακὴ ἀποχή, ἀλλὰ διακοπὴ καὶ ἔλλειψη κοινωνίας σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο.
»Μὲ ἄλλα λόγια· δὲν κοινωνοῦσαν, ἦταν μεταξύ τους ἀκοινώνητοι,
ὑπῆρχε μιὰ ψυχρότητα στὶς σχέσεις τους, κάτι τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι καθόλου ἄγνωστο
καὶ στὴν δική μας καθημερινὴ ἐμπειρία. Ἂν μάλιστα καταφύγουμε στὴ κριτικὴ
μελέτη τῆς ἀντίστοιχης ὁρολογίας, τὴν ὁποία χρησιμοποιεῖ, σὲ πληθῶρα ἄλλων
κειμένων του ὁ Θ., θὰ καταλήξουμε στὸ ἀσφαλὲς συμπέρασμα ὅτι δὲν εἶναι ἀναγκαστικὰ
ἀπαραίτητο ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας νὰ σημαίνει γι’ αὐτὸν μυστηριακὴ ἀκοινωνησία.
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἑρμηνεία συμμερίζονται καὶ οἱ εἰδικοὶ ἐρευνητὲς τοῦ κλάδου τῆς
φιλολογίας, τῆς λειτουργικῆς καὶ τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῶν ὁποίων ζητήσαμε τὴν ἑρμηνευτική
τους συνδρομή».
Ἀκόμη προκαλεῖ ἐντύπωσι
ἕνα ἀκόμη σχετικό συμπέρασμα πού παρουσιάσατε στήν εἰσήγησί σας: «Ἐξ ἴσου ἀληθὲς
εἶναι ὅτι σὲ κανένα ἀπὸ τὰ ἑκατοντάδες κείμενά του δὲν παρουσιάζεται νὰ ἐπικροτεῖ
ἢ νὰ ὑποκινεῖ καὶ νὰ προτρέπει σὲ σχίσμα, σὲ ἀνταρσία, σὲ ἀποτείχιση κατὰ τῆς Ἐκκλησίας.
Στὶς ὀξύτατες διαμαρτυρίες ποὺ συχνότατα προέβαλε, δὲν παρασύρθηκε, ὥστε νὰ ἀποτειχισθεῖ
καὶ νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὴν μάνδρα τῆς Ἐκκλησίας, ἢ νὰ δημιουργήσει μιὰ ἀνεξάρτητη, ἀνεπίσκοπη
(ὅπως γράφει) φατρία ἢ ὁμάδα».
Ἐδῶ δείχνετε
φανερά ὅτι ταυτίζετε τήν Ἐκκλησία μέ τά πρόσωπα κατά τρόπο παπικό καί ἄρα ἡ ἀποτείχισις
σημαίνει γιά σᾶς ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία. Γενικεύοντας δέ τήν διδασκαλία σας εἰσηγεῖσθε
τά ἑξῆς: «Οἱ Πατέρες δέν ἀπέκοπταν ἑαυτούς ἀπὸ τὴν κοινωνία τους μὲ τὸν Ἐπίσκοπό τους
καὶ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ παρέμεναν ἐντὸς αὐτῆς, ἔστω καὶ διαφωνώντας ἔντονα ἐν
λόγοις, ἔργοις καὶ συγγραφαῖς... Μέ ἄλλα λόγια ἡ μάχη δίδεται μέσα στήν Ἐκκλησία
καί γιά τήν Ἐκκλησία».
Ὅλα αὐτά, κ. Καθηγητά,
πού εἰσηγηθήκατε, τά ἀνέφερα συνοπτικῶς, ἐπειδή ἀφοροῦν τό ἴδιο θέμα καί ἔχουν
τήν ἴδια ἀφετηρία καί κεντρική ἰδέα. Δηλαδή (κατ’ ἐσᾶς) ἀπαγορεύεται ἡ διακοπή
τῆς μνημονεύσεως, ἡ δέ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τόν Ἐπίσκοπο
σημαίνει ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία, σχίσμα κλπ. Δι’ αὐτό καί ἐφεύρατε, μέ τήν
βοήθεια βεβαίως καί ἄλλων ἐπιστημόνων ἐρευνητῶν, τήν φόρμουλα τῆς προσωπικῆς ἀκοινωνησίας
καί ψυχρότητος καί, δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου, τήν ἐκκλησιαστική ἀκοινωνησία τήν
μεταφέρατε σέ προσωπικό δῆθεν ἐπίπεδο. Γιά νά γίνετε δέ πιστευτός ἀποσιωπήσατε ὅλα
τά κείμενα τοῦ Ὁσίου, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν καθαρά γιά ἀποτείχισι, διακοπή
μνημονεύσεως καί ἐκκλησιαστική ἀκοινωνησία. Καί βεβαίως εἶναι εὔκολο νά σᾶς
πιστεύση κάποιος καί νά πεισθῆ διά τήν ὀρθότητα τῶν θέσεών σας, ὅταν δέν ἔχη
μελετήσει τόν Ὅσιο ἤ ὅταν εὑρίσκεται ὑπό τό πέλμα τῆς δεσποτοκρατίας. Θά σᾶς ἀναφέρω
λοιπόν ἀρκετά κείμενα τοῦ Ὁσίου, προκειμένου νά πεισθῆ ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης
διά τό ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι τελείως ἀντίθετη ἀπό αὐτά πού εἰσηγεῖσθε καί ἔτσι νά
φανῆ ἡ σκοπιμότης τῆς ὁμιλίας σας στό ἱερατεῖο τοῦ Βόλου καί βεβαίως, τό ὅτι ἐγίνατε
ὄργανο τῶν Ἐπισκόπων εἰς τό θέμα τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Κατ’ ἀρχάς ὁ
δεύτερος βιογράφος τοῦ Ὁσίου, τόν ὁποῖο θεωρεῖτε, ὅπως ἀναφέρετε στήν
διδακτορική σας μελέτη, ἐγκυρώτερο, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ταῦτα
οὖν τά παράνομα διαγνούς ὁ κατά Χριστόν Ἰησοῦν χαρακτηριζόμενος ἄνθρωπος, καί πᾶσαν
ὡς δυνατόν ἑκάστοτε δικαιοσύνην προφανῶς ἀποπληρῶν, τοῦ τε ὁμοφύλου γένους
πατρικοῖς προμηθούμενος σπλάγχνοις, ἠνιᾶτο, ἐδυσφόρει καθ' ἑαυτόν, τήν ἁπάντων ὁμοῦ
ἀπωδύρετο ἀπώλειαν τῶν τε νῦν καί τῶν μετά ταῦτα· ἐδεδίει γάρ εἰκότως μή πως εἰς
νόμον τοῖς ἀνοήτοις ἡ τοῦ κρατοῦντος ἀλογιστία παραδεχθεῖσα, ἀνίατον παραπέμψῃ
ταῖς ὕστερον γενεαῖς τό πρακτέον· διά τοι τοῦτο οὐ παρασιωπᾷ τοῦ μή ἐλέγξαι τό
πῆμα, ἀλλ' ἀπορρήγνυσιν ἑαυτόν σύν τῷ ἰδίῳ πατρί τῆς ἐκείνων εὐθύς κοινωνίας»
(P.G. 99, 252D).
Ἐδῶ ὁ βιογράφος
χρησιμοποιεῖ τήν λέξι «ἀπορρήγνυμι» πού σημαίνει ἀποκόπτω, διαρρηγνύω, σπάζω. Αὐτά
ὅλα δέν νομίζω νά σημαίνουν ψυχρότητα στίς σχέσεις των, οὔτε ἀκοινωνησία σέ προσωπικό
ἐπίπεδο. Δι’ αὐτούς δέ τούς Ἐπισκόπους καί ἱερεῖς πού ἀκολούθησαν τό παράδειγμα
τοῦ Ὁσίου, ὁ βιογράφος γράφει τά ἑξῆς: «Ἀλλ' οἷον
καί ὅσον κατόρθωμα τῇ οἰκουμένῃ πάσῃ ὁ τοῦ θεοφόρου Πατρός ἡμῶν ἐκτετέλεκεν ἄεθλος,
ἔξεστιν εὐθύς συνιδεῖν· οἱ γάρ ἐν τοῖς κλίμασι τῆς κατά Χερσῶνα καί Βόσπορον
παροικίας ἐπίσκοποι καί πρεσβύτεροι, πρός δέ καί τῶν μοναστῶν οἱ θεοειδέστεροι,
τήν τοῦ θείου Πατρός ἡμῶν ἐπακούσαντες πρᾶξιν, καί συνηγοροῦσαν εὑρηκότες τοῖς
θείοις Εὐαγγελίοις, ζηλοῦσιν ἐν καλῷ τήν αὐτοῦ παρρησίαν· ὡς πληροῦσθαι κἀνθάδε
τό, Ὁ ζῆλος ὑμῶν ἠρέθισε τούς πλείονας εἰς τό ἀγαθόν· καί παραυτά μέν ἀπρόσδεκτα
τίθενται τά προσφερόμενα δῶρα τῶν τά αὐτά τῷ νεωτέρῳ Κωνσταντίνῳ πραξαμένων ταῖς
τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαις· ἀφορίζουσι δ' αὐτούς καί τῶν σεπτῶν καί ἀχράντων τοῦ
Χριστοῦ μυστηρίων· λέγουσι καί αὐτοί συνῳδά τῷ ἱερόφρονι Θεοδώρῳ πρός τούς φαυλίσαντας
τήν Χριστιανικωτάτην παράδοσιν· Οὐκ ἔξεστιν ὑμῖν ἔχειν γυναῖκας παρά τούς τεθέντας
Χριστόθεν νόμους· τέλος ἀπελαύνονται καί αὐτοί τῶν ἰδίων ἐκκλησιῶν καί κατασκηνώσεων»
(P.G. 99, 253D).
Ἐδῶ βλέπομε
πολλούς Ἐπισκόπους καί ἱερεῖς, ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Ὁσίου, νά ἀφορίζουν
ἀπό τήν Ἐκκλησία ὅσους ἔπραξαν τά ἴδια μέ τόν αὐτοκράτορα. Αὐτό σημαίνει ἀσφαλῶς
διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί ὄχι ψυχρότητα σέ προσωπικό ἐπίπεδο.
Ὅταν ἐπίσης,
κατά τήν δεύτερη φάσι τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως, ὁ αὐτοκράτωρ Νικηφόρος, μετά
τήν ἐξορία τοῦ Ὁσίου, θέλησε νά ἐξαπατήση τούς μοναχούς τοῦ Στουδίου, ὁ
βιογράφος μᾶς ἐξιστορεῖ τά ἑξῆς: «τό δέ τῆς ἀδελφότητος
πλῆθος ὑπό στρατιωτικῆς ἐν τῷ ἰδίῳ μοναστηρίῳ τηρεῖσθαι φάλαγγος∙ αὐτός δέ μετά
τινάς ἡμέρας παραγενόμενος ἐν τοῖς τοῦ Ἐλευθερίου βασιλικοῖς μελάθροις,
προσκαλεῖται ἅπαντας ἱστορίας ἕνεκα˙ εἶτα διαστήσας τούτων τούς μειζοτέρους,
πειρᾶται λόγοις τισί πιθανότητος, τῆς πατρικῆς τούτους μεταστῆσαι βουλῆς˙ ὡς δέ
τήν προβολήν εἶδεν τῶν ἑαυτοῦ ρημάτων καθάπερ τι βέλος ἀκιδνόν τῇ ἀντιτυπίᾳ τῆς
στερεμνίας αὐτῶν ἀποκρουσθεῖσαν ἀντιφράσεως, πρός τό πλῆθος γίνεται τῶν ἀδελφῶν
καί φησι πρός αὐτούς˙ Ὅσοι ταῖς ἡμετέραις βούλεσθε πειθαρχεῖν παραινέσεσιν, καί
κοινωνικοί εἶναι τοῦ τε πατριάρχου καί τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν τοῖς δεξιοῖς
μου ἀφορίσθητε˙ ὅσοι δ’ αὖ τῇ προκατεχούσῃ ὑμᾶς γνώμῃ ἐμμένειν κεκρίκατε, τήν ἐξ
εὐωνύμων στάσιν ἐκλέξασθε» (P.G. 99, 269B).
Ἐδῶ ὁ αὐτοκράτωρ
ὁμιλεῖ πάλι καθαρά γιά ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Πατριάρχη καί τήν καθολική
Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ κοινωνία ἀσφαλῶς δέν ἐννοεῖτο σέ διαπροσωπικές σχέσεις καί
ψυχρότητα, διότι τί νόημα θά εἶχε αὐτό γιά τούς μοναχούς. Τό ὅτι ἀναφέρει δέ
πέραν τοῦ Πατριάρχου καί τήν καθολική Ἐκκλησία, πιστεύω ὅτι σημαίνει τήν πλήρη
διακοπή τῶν ἐκκλησιαστικῶν σχέσεων καί, κατά τήν ἀντίληψι τοῦ αὐτοκράτορος, τήν
ἀποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Οἱ ἐπιστολές τοῦ
Ὁσίου αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι πλέον σαφεῖς καί ἀποκαλυπτικές διά τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως.
Στόν ἡγούμενο Θεόφιλο ἀναφερόμενος ὁ Ὅσιος καί περιγράφων τήν ἐξέλιξι τῆς
μοιχειανικῆς αἱρέσεως, προσθέτει ἐν συνεχείᾳ τά ἑξῆς: «Ταῦτα
οὖν σύν τῇ προσηγορίᾳ ἀναγκαῖον ἐνόμισα ὑπομνῆσαι τήν πατρωσύνην σου, ὅπως εἰδυῖα
ὅτι αἵρεσις, φεύγῃ τήν αἵρεσιν, ἤγουν τούς αἱρετικούς, τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς
μήτε ἀναφέρειν ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς μονῇ ἐπί τῆς θείας λειτουργίας˙ ὅτι
μέγισται ἀπειλαί κεῖνται παρά τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτοῖς
μέχρι καί ἑστιάσεως. εἰ δέ λέγοι ἡ ὁσιότης σου, πῶς αὐτῇ πρό τῆς λεηλασίας τοῦτο
οὐκ εἴπομεν, ἀλλ’ ὅτι καί ἡμεῖς ἐμνημονεύομεν τῶν ἐν τῇ Βυζαντίδι, ἐκεῖνο
γινωσκέτω, ὅτι οὕπω σύνοδος ἦν οὐδέ ἐκφωνηθέν ὑπῆρχε τό πονηρόν δόγμα καί ἀνάθεμα·
καί πρό τούτων οὐκ ἦν ἀσφαλές ἀποστῆναι τῶν παρανομούντων τελείως ἤ τό φεύγειν
μόνον τήν προφανῆ κοινωνίαν αὐτῶν, οἰκονομίᾳ δέ πρεπούσῃ ἀναφέρειν ἕως καιροῦ. ἐπεί
δέ ἐξῆλθεν εἰς προῦπτον ἡ αἱρετική ἀσέβεια διά συνόδου εἰς τοὐμφανές, δεῖ ἄρτι
καί τήν σήν εὐλάβειαν σύν πᾶσιν ὀρθοδόξοις παρρησιάζεσθαι διά τοῦ μή κοινωνεῖν
τοῖς κακοδόξοις μηδέ ἀναφέρειν τινά τῶν ἐν τῇ μοιχοσυνόδῳ εὑρεθέντων ἤ ὁμοφρονούντων
αὑτῇ. Καί γέ δίκαιον, ὅσιε πάτερ, κατά πάντα σε ὄντα φερωνύμως θεόφιλον, φιλεῖν
καί ἐν τούτῳ τόν θεόν˙ ἐχθρούς γάρ θεοῦ ὁ Χρυσόστομος οὐ μόνον τούς αἱρετικούς,
ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο.
Καί ἐάν ἡ σή στερρότης οὐκ ἀσφαλίσηται, τίς λοιπόν σωθήσεται; καί ἐάν ὁ
παρρησιασάμενος δυνάμει θεοῦ ὡς ἅγιος πλήν τελείας αἱρέσεως ἄρτι μετά τήν αἵρεσιν
ὑποστείληται, πῶς ἕτερος τολμήσει γρύξαι; καί ἐάν τό μοναδικόν τάγμα οὐχ ἡγήσηται
πάντα σκύβαλα, μοναστήρια λέγω καί πάντα τά περί αὐτά, πῶς λαϊκός καταφρονήσει
γυναικός, τέκνων καί τῶν ἄλλων;» (Φατ. 39, 113, 51).
Ἐδῶ ὁ Ὅσιος ἀναφέρει
ξεκάθαρα τήν ἀποτείχισι διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως. Μάλιστα ἀναφέρει ὅτι
ἡ ἀπαγόρευσις κάθε ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς ἐπεκτείνεται
μέχρι τοῦ βαθμοῦ τῆς κοινῆς ἑστιάσεως. Ἀναφέρεται καθαρά στή διακοπή τῆς
μνημονεύσεως κατά τή Θεία Λειτουργία. Ἐξηγεῖ κατόπιν ὁ Ὅσιος, γιατί αὐτοί ἐμνημόνευον
προηγουμένως κατ’ οἰκονομίαν. Ὁ λόγος εἶναι ἡ συνοδική κατοχύρωσις τῆς αἱρέσεως
καί τό ὅτι πλέον ἡ αἵρεσις κηρύσσεται φανερά. Δέν πρέπει νά μνημονεύωνται, ὄχι
μόνον ὅσοι ἦσαν παρόντες στή Σύνοδο, ἀλλά καί ὅσοι συμφωνοῦν μέ αὐτούς καί
συμπορεύονται στήν αἵρεσι. Ἐδῶ ἀσφαλῶς ὁ Ὅσιος ἀναφέρεται στήν βασική
μνημόνευσι τοῦ Ἐπισκόπου στίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια καί ὄχι στήν μυστική
μνημόνευσι κατά τήν προσκομιδή, διότι ὁμιλεῖ γιά παρρησία καί ὁμολογία, ἡ ὁποία
ἀσφαλῶς δέν φαίνεται ὅταν μυστικά μνημονεύομε στήν προσκομιδή. Ἐπικαλεῖται
τέλος, πρός κατοχύρωσι τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο γιά νά διδάξη ὅτι ἐχθροί
τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μόνον οἱ αἱρετικοί, ἀλλά καί αὐτοί πού ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά
μαζί των. Ὁ Ὅσιος λοιπόν, ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος, πότε κατ’ οἰκονομία ἐμνημόνευε καί
πότε διέκοψε τήν μνημόνευσι καί ἀσφαλῶς δέν ὑπάρχει ἀνάγκη νά μᾶς διδάξουν οἱ ἐπιστήμονες
ἐρευνητές τί αὐτός ἔπραξε.
Σέ μία ἐπίσης ἀπό
τίς ἐπιστολές αὐτῆς τῆς περιόδου πρός τόν μοναχό Ναυκράτιο ὁ Ὅσιος περιγράφει
τά μαρτύρια εἰς τά ὁποῖα ὑπέβαλαν οἱ μοιχειανοί τούς ὁμολογητές Πατέρες.
Περιγράφει λοιπόν τά ἑξῆς γιά τά μαρτύρια πού ὑπέστη ὁ ἡγούμενος κάποιας μονῆς
τῆς Θεσσαλονίκης ἀπό τόν τοπικό Ἀρχιεπίσκοπο: «Ἐπί
δέ τόν κολοφῶνα τοῦ λόγου μέτειμι. τίς οὕτω ἀκήκοε σχεδόν παράνομα καί ἔκτοπα
Χριστιανός, ἅ ὑπό τῶν δυσωνύμων Μοιχειανῶν γεγένηται, λεγομένων μέν ἱεραρχῶν, ὄντων
δέ ἀνιέρων ὑπό πάσης ἀποστολικῆς καί Πατρικῆς φωνῆς, καί ἄνευ τῆς αἱρέσεως; Τύπτων
οὕτω τίς τέτυφεν ἀνθρώπων, οὐ λέγω Χριστιανική χείρ, ἀλλά βαρβαρική· δίς ἑκατοντάσι
πρός ἑξήκοντα καί ἕξ μαστίγων, εἶτα μετ' οὐ πολύ, δίς δύο ἑκατοντάσι βουνεύρων ἐπί
τῶν νώτων· ὡς ὁ γενναῖος γε ἀρχιεπίσκοπος, μᾶλλον δέ ἀλλοτριοεπίσκοπος Θεσσαλονίκης,
καί οὐ τῶν ἀγελαίων τινά, ἀλλά μονάζοντα, καί τοῦτον ἡγούμενον, καί μάλα τόν εὐλαβέστατον,
τοὔνομα Εὐθύμιον, τόν τῆς εὐθυμίας ὄντως φερώνυμον; Ἐξέστη ἐπί τούτῳ ὁ οὐρανός·
καί ἔφριξα ἐγώ ὁ τάλας· οἶμαι δέ καί πᾶς τις τῶν ἀνθρώπων τήν φυσική ἡμερότητά
τε καί ἐλεημοσύνην ἔχων καί ἀκούων. Ὅς εἰς τύπον Χριστοῦ ὀφείλων κεῖσθαι, καί
τυπτόμενος μή ἀντιτύπτειν, καί τῶν θηρίων ὠμότερος γέγονεν, οὔ τι που ἴχνος
Χριστιανικόν φέρων, πολλοῦ γε εἰπεῖν ἱεραρχικόν. Καί ὑπέρ τίνος ὁ δαρμός; ἵνα τόν
τοῦ Χριστοῦ ἀθλητήν πείσῃ συνθέσθαι ἀναφέρειν αὐτόν ὡς ἱεράρχην. Ἀλλ' ὤ τῆς
γενναιότητος καί κραταιότητος τοῦ μάκαρος! Οὕτω γάρ δίκαιον εἰπεῖν· ὅτι καί μετά
τοσαύτας πληγάς καί αἵματος ἁγίου ρύσιν, ὡς φοινίσσεσθαι τά πέλματα τῶν ποδῶν τῶν
ἐκεῖσε παρόντων, καί οἱονεί πηλοποιεῖσθαι τό πορφύρεον κονίαμα εἰς οἰκοδομήν τῆς
τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας· κείμενος ἤδη βραχύ ἄπνους καί ἄφωνος, καί ἐρωτηθείς παρά τῶν
κολαστῶν μνημονεύειν τόν τύραννόν φημι, ἀλλ' οὐκ ἀρχιεπίσκοπον· “Οὐ”, φησίν ὁ
μακάριος· οὕτω μέχρι θανάτου σχεδόν οὐ παρατρέψας τόν νοῦν· οὐ παρεκκλίνας τι τῶν
ὀρθοδόξως ἐγνωσμένων αὐτῷ» (Φατ. 51, 151, 12· P.G. 99, 1097A).
Ἐδῶ ὁ Ὅσιος εἶναι
σαφής καί ἀποκαλυπτικός. Ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ὑπέβαλε τόν ἡγούμενο
Εὐθύμιο σέ ὅλα αὐτά τά μαρτύρια, προκειμένου νά τόν ἀναγνωρίση καί νά τόν
μνημονεύση ὡς Ἀρχιεπίσκοπο. Μετά δέ ἀπό ὅλα αὐτά τά μαρτύρια ἐρώτησαν οἱ δήμιοι
τόν ἡγούμενο ἄν δέχεται νά μνημονεύση τόν μοιχειανό Ἀρχιεπίσκοπο καί ἐκεῖνος ἀπάντησε
ὄχι. Ἡ μνημόνευσις ἐδῶ, σύμφωνα μέ τόν Ὅσιο, ἔχει καί τήν ἔννοια τῆς ἀναγνωρίσεως,
δι’ αὐτό ἀναφέρει: «Καί ὑπέρ τίνος ὁ δαρμός; ἵνα
τόν τοῦ Χριστοῦ ἀθλητήν πείση συνθέσθαι ἀναφέρειν ὡς ἱεράρχην». Κατωτέρω
ὁ Ὅσιος ἐξυμνεῖ τήν ὁμολογία τοῦ ἡγουμένου αὐτοῦ καί τονίζει ὅτι ὁ ἡγούμενος αὐτός
ἦτο μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μαθητής τοῦ διαβόλου.
Σέ ἄλλη ἐπίσης ἐπιστολή
τῆς μοιχειανικῆς περιόδου πρός τόν Ναυκράτιον, ὁ Ὅσιος ἀπαντᾶ σέ διάφορες ἐρωτήσεις
πού ἔχουν σχέσι μέ τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς μοιχειανούς. Μερικές ἐρωτήσεις
ἀναφέρονται στήν μνημόνευσι τῶν μοιχειανῶν. Ὁ Ὅσιος ἐδῶ εἶναι αὐστηρώτατος καί
δέν ἐπιτρέπει καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, ἐφ’ ὅσον μνημονεύεται
μοιχειανός Ἐπίσκοπος.
Θά ἀναφέρω τρεῖς
ἀπαντήσεις σέ ἀνάλογες ἐρωτήσεις τοῦ Ναυκρατίου: «Ἡ
πρώτη, περί πρεσβυτέρου τοῦ ὀρθοδοξοῦντος, ἀλλ’ ὅμως μνημονεύοντος φόβῳ διωγμοῦ
τόν αἱρετικόν ἐπίσκοπον προαπεκρίθη σοι, πλήν καί αὖθις˙ εἰ μή συλλειτουργεῖ αἱρετικῷ
καί εἰ μή μεταδιδοῖ τοῖς τοιούτοις, δεκτέον τόν τοιοῦτον εἰς συνεστίασιν καί
ψαλμῳδίαν καί εὐλογίαν βρωμάτων (καί τοῦτο κατ’ οἰκονομίαν), οὐ μέντοι εἰς
θείαν μετάληψιν. δεῖ δέ ἐπερωτᾶν τῆς αἱρέσεως κρατούσης πάντως, ὁμολογίαν δέ
δεχομένοις ἀρκεῖσθαι, οὐκ οἶδα εἰ μή προδήλως ψευδολόγος αὕτη˙ τό γάρ φαίειν σέ
διδάσκεσθαι ἡμᾶς παρά τῶν πατέρων, μή ἐπερωτᾶν, περί καιροῦ, οὗ μή ἔστιν αἵρεσις
μαινομένη καί περί τῶν μή προδήλως κατεγνωσμένων. τοιοῦτον δέ πρεσβύτερον
σπάνιον εὑρεῖν νῦν μή μιγνύμενον καί συγκοινωνοῦντα αἱρετικοῖς. Ἡ δευτέρα· περί
φιλοχρίστου προσκαλουμένου εἰς τό εὐκτήριον αὐτοῦ ποιῆσαι παννυχίδα καί εἰ δεῖ ἐν
αὐτῷ λειτουργῆσαι· καί μεθ' ὧν χρή. Ὑπακουστέον καί ἰτέον, καί συμψαλτέον δηλονότι
εἰ ὀρθόδοξος ὁ προσκαλούμενος καί οἱ ψαλτῳδοί, φυλαττόμενοι ἀμφότεροι τῆς τῶν αἱρετικῶν
κοινωνίας. Καί μήν καί λειτουργητέον ἐν τῷ εὐκτηρίῳ, εἴ γε ὁμολογοίη ὁ κατέχων,
μηκέτι ὑπό αἱρετικοῦ αὐτό λειτουργεῖσθαι. Προείρηται γάρ ἀναγκαῖον εἶναι τό ἐπερωτᾷν
ἐν πᾶσι διά τῆν λυττῶσαν αἵρεσιν. Ἡ τρίτη· εἰ λάβοι τις παρά τινος Ἐκκλησίαν ὀρθόδοξος,
ἔστι δέ συνήθεια τοῦ κατ' ἐνιαυτόν ἅπαξ ἤ δίς συνηθροῖσθαι ἐν αὐτῇ λαόν, καί ἐν
τῇ λειτουργίᾳ ἀναφέρεσθαι τόν αἱρετικόν· τοῦ μέν ψάλλειν ἐκεῖσε κατά ἀνάγκην
συγχωρητέον· λειτουργεῖν δέ, οὔ. Εἰ δέ δυνατόν διακοπῆναι τήν συνήθειαν, καί
λειτουργητέον» (P.G. 99, 1053· Φατ. 40, 117, 78).
Μετά τίς ἐρωτήσεις
στήν ἴδια ἐπιστολή ὁ Ὅσιος ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Τῷ πρεσβυτέρῳ καί ἡγουμένῳ καλῶς ἀπεκρίθης, εἰρχθῆναι
τῆς λειτουργίας τούς νυνί χειροτονηθέντας ὑπό τοῦ εὑρεθέντος, λέγοντος δέ ὅμως,
ὅτι κακῶς ἐγένετο ἡ σύνοδος, καί ἀπολώλαμεν. Διά τί γάρ ὁμολογῶν οὐ φεύγει τήν ἀπώλειαν,
διαστέλλων ἑαυτόν τῆς αἱρέσεως, ἵνα μένῃ παρά Θεῷ ἐπίσκοπος; καί εἰσίν αὐτοῦ
δεκταί αἱ χειροτονίαι αὐτίκα. Ἤ διά τί προκειμένης τῆς αἱρέσεως εἰς χειροτονίαν
ὁ ἡγούμενος προήγαγε τούς ἀδελφούς αἱρετικήν; ἄν οὖν ὁ χειροτονήσας ὤρθωσεν, ἦν
αὐτοῖς εὐθύς ἱερουργεῖν· ὄντος δέ ἐν τῇ αἱρέσει διά τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν αἱρετικόν,
κἄν τό φρόνημα λέγοι ἔχειν ὑγιές· οὐχ οἷόν τε οὕς χειροτονεῖ τῇ ἀληθείᾳ εἶναι
λειτουργούς Θεοῦ. Εἰ δέ πνεῦμα ζήλου Θεοῦ ἀνῆψεν ἐν τῷ καθηγουμένῳ καί προθυμεῖται
ὁμολογίας στέφανον ἀναδήσασθαι· μηδέ λειτουργείτω ἐν τῇ ὑπ' αὐτοῦ ἐνθρονιασθείσῃ
ἐκκλησίᾳ· μήτε ἀναφερέτω αὐτόν ὡς ἐπίσκοπον. Καί μακάριος οὗτος πολλῶν καί ἄλλων
παράδειγμα σωτηρίας γινόμενος.Τεθέντος δέ θυσιαστηρίου ἐν τῇ αὐτῇ ἐκκλησίᾳ, οὐδέν
τό κωλύον λειτουργεῖν ἐκεῖσε» (P.G. 99, 1056· Φατ. 40, 119, 129).
Ἐδῶ ὁ Ὅσιος δέν
δέχεται οὔτε τίς χειροτονίες τῶν μοιχειανῶν Ἐπισκόπων καί συμβουλεύει νά μήν
λειτουργοῦν οἱ χειροτονηθέντες ἀπό τέτοιο Ἐπίσκοπο. Ἐλέγχει δέ τόν ἡγούμενο
διότι ἐδέχθη στό μοναστήρι του νά γίνη αἱρετική χειροτονία. Διδάσκει ἀκόμη ὅτι ἡ
μνημόνευσις αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου καθιστᾶ ἄκυρες τίς χειροτονίες καί τά μυστήρια,
ἔστω καί ἄν ὁ μνημονεύων ἔχει ὑγιές φρόνημα. Στήν αἵρεσι τέλος τονίζει, ὅτι εὑρισκόμεθα
διά τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου.
Παρόμοια
διδασκαλία κάνει πάλι ὁ Ὅσιος πρός τόν Ναυκράτιο σέ ἄλλη ἐπιστολή τῆς
μοιχειανικῆς πάλι περιόδου. Ἀπαντώντας σέ ἀνάλογες ἐρωτήσεις ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Περί δέ τῶν ἄλλων πεύσεων· Εἰ ὁ ἐπίσκοπος οὐχ εὕρηται εἰς
τήν μοιχοσύνοδον, καλοίη δέ αὐτήν ψευδοσύλλογον· μνημονεύει δέ τόν ἐν αὐτῇ εὑρεθέντα
μητροπολίτην αὐτοῦ· ἐκ τοῦ πρεσβυτέρου τοῦ ἐπισκόπου ὀρθοδοξοῦντος εἰ χρή
κοινωνεῖν· ἀπεκρίθην καί δι' ἑτέρων τῶν πρός Εὐόδιον γραμμάτων, ὅτι Ναί, οἰκονομίας
χάριν· μόνον μή συλλειτουργοῦντος αὐτοῦ αἱρετικοῖς. Εἰς οὐδέν γάρ ἐστι, μνημονευομένου
τοῦ ἐπισκόπου ὀρθοδόξου ὄντος, κἄν ἐκείνου φόβῳ αἱρετικόν ἀναφέροντος τόν οἰκεῖον
μητροπολίτην. Τοῦ τοιούτου πρεσβυτέρου καί εἰς παννυχίδα προσκαλουμένου, ἰτέον·
καί Ἐκκλησίαν παρ' αὐτοῦ δεδομένην ληπτέον· καί εἰς αὐτήν ἐρχομένου αὐτοῦ
λειτουργῆσαι, παραχωρητέον ἤ καί μνημονεῦσαι νεκρόν, ὀρθόδοξον μέντοι, συγχωρητέον·
καί ἐν αὐτῇ λειτουργεῖν τόν λαβόντα, οὐδέν κωλυτέον. Εἰ δέ αἱρετικόν ἀναφέρει ὄντα
ἐπίσκοπον, κἄν μακαρίζῃ, κἄν ὀρθοδοξῇ, τῆς μέν θείας κοινωνίας ἀφεκτέον, τῆς δέ
κοινῆς τραπέζης, ἐπ' ἄν ἐκεῖ δέοι μνημονεύειν. Ὧδε δεκτέον τάχα καί εὐλογοῦντα
αὐτόν καί συμψάλλοντα· ἐάνπερ μήτε αἱρετικῷ, ἤ τῷ οἰκείῳ ἐπισκόπῳ, εἴτε τινί ἄλλῳ
συνιερουργῇ· ἤ ἐν γνώσει μεταδίδοι» (P.G. 99, 1088D· Φατ. 49, 143, 111). Ἐδῶ ὁ Ὅσιος ἀναφέρεται πάλι στήν
μνημόνευσι τῶν μοιχειανῶν Ἐπισκόπων. Ὅταν μνημονεύονται αὐτοί, ἀπαγορεύεται οἱ Ὀρθόδοξοι
νά ἔχουν οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, ἔστω καί ἄν ὁ ἀναφέρων εἶναι ὀρθόδοξος.
Ἀκόμη σέ ἐπιστολή
του πρός τόν κατά σάρκα ἀδελφό του ἅγ. Ἰωσήφ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, πρός
τό τέλος, ὁ Ὅσιος ἐνημερωτικά ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Γίνωσκε
ἐνσταθέντα τόν Θεόσωστον, τοῦ μή κοινωνῆσαι αὐτόν ἐκ τοῦ ἀνιέρως ἀνελθόντος εἰς
τόν θρόνον σου· καί ἐκδιωχθέντα νεανικῶς ἐκ τοῦ μοναστηρίου αὐτοῦ» (Φατ.
43, 127, 91). Ὁ Θεόσωστος ἦτο ἡγούμενος σέ ἀδελφότητα τριάντα μοναχῶν στήν
περιοχή τῆς Θεσσαλονίκης, ὅπως φαίνεται ἀπό ἄλλη ἐπιστολή τοῦ Ὁσίου (Φατ. 51,
151, 7). Ἐκδιώχθηκε δέ ἀπό τό μοναστήρι ἐπειδή δέν ἐδέχθη νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά
μέ τόν διάδοχο τοῦ ἁγ. Ἰωσήφ, μετά τήν καθαίρεσί του ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ 809. Ὁ
διάδοχός του ἦτο αὐτός πού, ὅπως ἀναφέραμε, ἐβασάνισε καί τόν ἡγούμενο Εὐθύμιο,
προκειμένου νά τόν ἀναγκάση νά τόν μνημονεύση καί νά τόν ἀναγνωρίση ὡς Ἀρχιεπίσκοπο
Θεσσαλονίκης.
Στήν ἴδια ἐπιστολή
ἀπαντῶντας ὁ Ὅσιος σέ ἐρώτησι τοῦ ἀδελφοῦ του, ἀναφέρει ὅτι αὐτοί πού ἀκολουθοῦν
τήν μοιχειανική αἵρεσι δέν ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι
νά ἀποτειχίζωνται ἀπό αὐτούς: «Καί σύγγνωθί μοι, ὦ ἀδελφέ,
οὐ διδακτικῶς, ἀλλά πρός τό κοινῇ συμφέρον διατρανοῦντι τόν λόγον. Κατά τήν πρώτην,
οὐ δι' ἕνα ἄνθρωπον ἀποσχίζομεν τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἀπό Βορρᾶ καί δυσμῶν καί θαλάσσης·
καί μέντοι καί τῆς ἐνταῦθα, δηλονότι πλήν τῶν μοιχοκυρωτῶν. Οὐ γάρ οὗτοι Ἐκκλησία
Κυρίου. Εἰ δέ Ἐκκλησία, ἀποσχίζομεν τῆς Ἐκκλησίας δι' ἕνα ἄνθρωπον συνημμένον αὐτῇ,
λέγω δέ τόν μοιχοζεύκτην μή προσιέμενοι. Ἐπειδή δέ οὐκ Ἐκκλησία Θεοῦ, ἀποσχίζουσιν
αὐτοί ὡς ἀληθῶς, δι' ἕνα ἄνθρωπον συνημμένον αὐτοῖς, τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ· ἐκείνοις
παρεοικότες τοῖς ἐν τῷ χρονογράφῳ κειμένοις· ἡμῶν μή σχιζομένων αὐτῆς διά τόν
τοιοῦτον» (P.G. 99, 1065C· Φατ. 43, 126, 51). Ἐδῶ προφανῶς ἡ ἀπόσχισις καί ἀποτείχισις
εἶναι ἡ ἴδια μέ τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί μνημονεύσεως καί
μάλιστα ἡ ἀπόσχισις, γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Ὅσιος πραγματοποιεῖται διά τῆς
διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως.
Σέ ἐπιστολή του
τέλος πρός τήν Σπαθαρέαν Μαχαρᾶ, ὁ Ὅσιος κάνει μία θαυμασία διδασκαλία διά τήν
προσέλευσι στή Θεία Κοινωνία. Συγχρόνως δέ ἀναφέρεται εἰς τήν μοιχειανική αἵρεσι
καί εἰς τήν μνημόνευσι τῶν μοιχειανῶν Ἐπισκόπων. Ἀναφέρει λοιπόν τά ἑξῆς: «Τίνι λόγῳ ἐπιζητείη σου ἡ τιμιότης φάναι με περί τῆς
θείας κοινωνίας, καί τίνος χάριν τοσαῦτα ἔτη σπανίως μετέχεις· τοῦτο γάρ λόγον ὀφείλει
τινά ἔχειν. Οὐ γάρ τό σπανίως, ἤ τό καθεκάστην ἁπλῶς, ἀλλά τό μετά καθαρᾶς
συνειδήσεως μεταλαμβάνειν δέον· Ὁ γάρ ἀναξίως, φησίν, ἐσθίων καί πίνων, κρῖμα ἑαυτῷ
ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Εἰ οὖν τοιούτῳ τρόπῳ σκοποῦσα
τά ἑαυτῆς καί εὐλαβουμένη ἀναμένεις τόν καιρόν, εὖ ἄν ἔχοι, εἴτε συντομώτερον,
εἴτε χρονικώτερον· καί ὅρος ἐν τούτῳ ἄλλος οὐκ ἔστιν, ἤ ἡ ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ
καθόσον δυνατόν τῷ ἀνθρώπῳ προσέλευσις· ἄν δέ διάπταισμά τις ἔχῃ τό ἀκοινώνητον,
δηλονότι τότε ἐκεῖνος κοινωνήσῃ, ὁπότ’ ἄν πληρωθῇ αὐτῷ τό ἐπιτίμιον. Εἰ δέ
διακρίνηται αὖ πάλιν δι’ αἵρεσιν, τοῦτο ἀναγκαῖον. Τό γάρ κοινωνεῖν παρά αἱρετικοῦ
ἤ προφανοῦς διαβεβλημένου κατά τόν βίον, ἀλλοτριοῖ Θεοῦ, καί προσοικειοῖ τῷ
διαβόλῳ. Σκέψαι οὖν, ὦ μακαρία, ᾧτινι τρόπῳ τῶν εἰρημένων εἴη σου ὁ σκοπός, καί
κατ’ αὐτό πρόσιθι τοῖς μυστηρίοις. Γνωστόν δέ πᾶσιν ὅτι νῦν αἵρεσις ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς
Ἐκκλησίᾳ κατακρατοῦσα τῶν Μοιχειανῶν ἐστι. Φεῖσαι τοίνυν τῆς τιμίας σου ψυχῆς
μετά τῶν ἀδελφῶν καί τῆς κεφαλῆς. Ἔφης δέ μοι, ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ
σου, μή ἀναφέρειν τόν αἱρεσιάρχην. Καί τί περί τοῦτου εἰπεῖν σοι τό παρόν, οὐ
καθορῶ. Πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἄν ὀρθόδοξος
εἴη ὁ ἀναφέρων» (P.G. 99, 1668C· Φατ. 553, 846, 16).
Ἐδῶ ὁ Ὅσιος
καθιστᾶ σαφές ὅτι ὅταν κοινωνήση κάποιος ἀπό αἱρετικό ἀποξενώνεται ἀπό τόν Θεό
καί οἰκειώνεται μέ τόν διάβολο. Ἐπίσης, σχετικά μέ τήν ἐπικρατοῦσα μοιχειανική
αἵρεσι ἀναφέρει ὅτι ἡ μνημόνευσις εἰς τήν Θ. Λειτουργία τοῦ μοιχειανοῦ Ἐπισκόπου
μολύνει τό μυστήριο, ἔστω καί ἄν εἶναι ὀρθόδοξος κατά πάντα ὁ λειτουργῶν ἱερεύς.
Ἡ διδασκαλία αὐτή
τοῦ Ὁσίου ἀσφαλῶς ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεσι μέ τά ὅσα εἰσηγεῖσθε στήν ἐν λόγῳ ἱερατική
σύναξι. Ὁ Ὅσιος διδάσκει ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς, πρίν αὐτοί κατακριθοῦν
καί καταδικασθοῦν ἀπό Σύνοδο, διακοπή τῆς μνημονεύσεως καί κάθε ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας,
ἀκυρότητα τῶν μυστηρίων, μόλυνσι τῆς Θ. Κοινωνίας ἀπό μόνη τήν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ,
ἀναθεματισμό ὅλων τῶν αἱρετικῶν καί βεβαίως, ἐν καιρῷ αἱρέσεως, παραμονή εἰς
τήν Ἐκκλησία διά μόνης τῆς ἀληθινῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ἀπομακρύνσεως ἀπό
τούς αἱρετικούς.
Ὁ Ὅσιος ἐπίσης ὁρίζει
τήν Ἐκκλησία ἐν καιρῷ αἱρέσεως μεταξύ τριῶν Ὀρθοδόξων καί μάλιστα τήν
διδασκαλία αὐτή τήν ἔκανε ὁμιλῶντας διά τήν μοιχειανική αἵρεσι: «Διό ὑπομιμνήσκω,
ὡς ἐλάχιστος ἀδελφός καί τέκνον μή σιγήσωμεν ἵνα μή κραυγή Σοδόμων γενώμεθα· μή
φεισώμεθα τῶν κάτω ἵνα μή ἀπολέσωμεν τά ἄνω· μή θῶμεν σκάνδαλον τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ
Θεοῦ, ἥτις ἐστί καί ἐν τρισίν ὀρθοδόξοις ὁριζομένη κατά τούς ἁγίους· ἵνα μή τῇ ἀποφάσει
τοῦ Κυρίου καταδικασθῶμεν» (Φατ. 39, 114).
Θεωρεῖ δέ τόν ἀναθεματισμό
ὅλων τῶν αἱρετικῶν ὡς προϋπόθεσι γιά νά εἶναι κάποιος Ὀρθόδοξος, εἰδ’ ἄλλως ἀνήκει
καί αὐτός εἰς τούς ἀναθεματισμένους ἐκ τῆς ἁγ. Γραφῆς αἱρετικούς: «ἀλλά καί ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος, ὅμως αἱρετικός
κατά τήν ἐκείνων αἵρεσιν ἤ ἑτέραν, κἄν ἐπίσκοπος, κἄν ἀσκητής, κἄν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα
ἔστω. ἀλλά καί εἴ τις μή ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατά τό ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν,
εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος» (Φατ. 34, 99, 138) καθώς ἐπίσης καί: «ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα πάντα αἱρετικόν δυνάμει,
κἄν οὐ ρήματι, ἀναθεματίζει» (Φατ. 49, 142, 84).
Ἐσεῖς, ἀντιθέτως,
κ. Καθηγητά, παρουσιάζετε τόν Ὅσιο ὡς νά μήν διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία
μέ τούς Πατριάρχες καί ὅλους τούς μοιχειανούς, εἰσάγετε τήν καινοτομία τῆς ὑπάρξεως
τῆς προσωπικῆς ψυχρότητος στίς σχέσεις των, γιά νά διασκεδάσετε καί νά ἀποπροσανατολίσετε
ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἀποτείχισι, παρουσιάζετε τόν Ὅσιο ὡς νά μήν διδάσκη τήν ἐκκλησιαστική
ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς, θεωρεῖτε ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία τήν ἀποτείχισι ἀπό
τούς αἱρετικούς καί, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, τό θεωρεῖτε σχίσμα καί ἀνταρσία καί,
βεβαίως, τά παρουσιάζετε ὅλα αὐτά ὡς διδασκαλία τοῦ Ὁσίου καί, μάλιστα, σέ μία
περίοδο κατά τήν ὁποία διαρκῶς ἐπεκτείνεται καί ἑδραιώνεται ἡ χειροτέρα ὅλων τῶν
αἱρέσεων, ἡ αἵρεσις τῶν ἐσχάτων, ἡ ὁποία θά μᾶς ὁδηγήση εἰς τήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀντιχρίστου
καί εἰς τό σφράγισμα.
Ἐπιπλέον
διδάσκετε ὅλα αὐτά ἐνώπιον ἑνός Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος κατά κοινή ὁμολογία τῶν Ὀρθοδόξων
ἀντιοικουμενιστῶν θεωρεῖται ἀπό τούς πρωτεργάτες καί βετεράνους τῆς αἱρέσεως αὐτῆς.
Θά πρέπει ἀσφαλῶς νά σᾶς χρεωστᾶ πολλάς χάριτας ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός διά τήν
συμβολή σας εἰς τήν ἑδραίωσι τῆς αἱρέσεως, εἰς τήν ὑποταγή τῶν ἀνησυχούντων ἱερέων
καί εἰς τήν θεολογική καί ἐπιστημονική κατοχύρωσι τῆς δεσποτοκρατίας.
Πρός τό τέλος τῆς
εἰσηγήσεώς σας γενικεύετε τό θέμα καί ἀπομακρύνεσθε ἀπό τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν
Στουδίτη καί εἰσηγεῖσθε τά ἑξῆς: «Οἱ Πατέρες δὲν ἀπέκοπταν ἑαυτοὺς ἀπὸ τὴν
κοινωνία τους μὲ τὸν Ἐπίσκοπό τους καὶ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ παρέμεναν ἐντὸς αὐτῆς,
ἔστω καὶ διαφωνώντας ἔντονα ἐν λόγοις, ἔργοις καὶ συγγραφαῖς, γιατὶ ἡ ἀνύστακτη
μέριμνά τους, ἡ ἀγωνία καὶ ἡ ἔγνοια τους εἶχαν χαρακτῆρα πνευματικὸ καὶ
θεραπευτικό, καθὼς ἦταν καὶ παρέμειναν μέχρι τέλους ἀληθινοὶ ποιμένες τοῦ ἀρχιποίμενος
Χριστοῦ». Ἰσχυρίζεσθε δέ ὅτι καί ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
διδάσκει τήν παραμονή καί ἐνσωμάτωσι εἰς τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους.
Αὐτό βεβαίως εἶναι
τελείως ψευδές καί ἀπορῶ πῶς οἱ ἐπιστήμονες καθηγητές τῆς Θεολογίας διαστρέφουν
καί κυριολεκτικῶς στραγγαλίζουν τήν ἀλήθεια. Ἐσεῖς τά λόγια αὐτά τοῦ
Χρυσοστόμου τά μεταφέρατε ἐκλαϊκευμένα καί χωρίς παραπομπές, προφανῶς γιά νά ἀποφύγετε
τόν ἔλεγχο. Ὁ Ἅγιος ὅμως διδάσκει τά ἐντελῶς ἀντίθετα, ὅταν πρόκειται γιά αἵρεσι,
ὅπως βεβαίως καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Συγκεκριμένα ἑρμηνεύοντας τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή
τοῦ ἀπ. Παύλου διδάσκει τά ἑξῆς: «...κρεῖττον γὰρ ὑπὸ
μηδενὸς ἄγεσθαι ἢ ὑπὸ κακοῦ ἄγεσθαι. Ὁ μὲν γὰρ πολλάκις μὲν ἐσώθη, πολλάκις δὲ ἐκινδύνευσεν·
οὗτος δὲ πάντως κινδυνεύσει, εἰς βάραθρα ἀγόμενος. Πῶς οὖν ὁ Παῦλός φησι· Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε;
Ἀνωτέρω εἰπὼν, Ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν
τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν, τότε εἶπε, Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε. Τί οὖν, φησίν, ὅταν
πονηρὸς ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε
αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών·
εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου. Καὶ τοῦτο οὐκ οἴκοθεν λέγω τὸ ὑπόδειγμα, ἀλλ'
ἀπὸ τῆς θείας Γραφῆς» (ΕΠΕ 25, 370· P.G. 63, 231).
Ἐπίσης στήν ἑρμηνεία
τοῦ ΡΜΓ΄ (143) ψαλμοῦ ὁ Ἅγιος διδάσκει τά ἑξῆς: «Ὅταν
οὖν εὐποιεῖν δέῃ, πᾶς ἄνθρωπός σοι ἐγγὺς ἔστω· ὅταν δὲ ὁ τῆς ἀληθείας γυμνάζηται
λόγος, ἐπιγίνωσκε τὸν οἰκεῖον καὶ τὸν ἀλλότριον. Κἂν ἀδελφὸν ἔχῃς ὁμοπάτριον καὶ
ὁμομήτριον, καὶ μὴ κοινωνήσῃ σοι κατὰ τὸν τῆς ἀληθείας νόμον, ἔστω σοι τοῦ Σκύθου
βαρβαρικώτερος· κἂν Σκύθης, κἂν Σαυρομάτης ᾖ, τῶν δογμάτων δὲ εἰδῇ τὴν ἀκρίβειαν,
καὶ πιστεύῃ τοῦτο ὃ καὶ αὐτὸς σύ, αὐτοῦ τοῦ τὰς αὐτὰς ὠδῖνας σοὶ λύσαντος οἰκειότερος
ἔστω καὶ ἐγγύτερος· καὶ τὸν βάρβαρον καὶ τὸν οὐ τοιοῦτον ἐντεῦθεν διακρίνωμεν,
μὴ ἀπὸ τῆς γλώττης, μηδὲ ἀπὸ τοῦ γένους, ἀλλ' ἀπὸ τῆς γνώμης καὶ τῆς ψυχῆς. Τοῦτο
γὰρ μάλιστα ἄνθρωπος, ὅταν δογμάτων ἀκρίβειαν ἔχῃ καὶ πολιτείαν φιλόσοφον»
(ΕΠΕ 7, 400· P.G. 55, 461).
Ἐπί πλέον
πρέπει νά τονισθῆ ὅτι ὁ Ἅγιος ἐπαίνεσε, εὑρισκόμενος στήν ἐξορία, ὑπερβολικά
καί κατέτασσε μεταξύ τῶν Ἁγίων καί Μαρτύρων τούς ἀποτειχισμένους ἀπό τόν
διάδοχό του Ἀρσάκιο: «Μακάριοι τοῦ δεσμωτηρίου, καὶ
τῆς ἁλύσεως, καὶ τῆς τῶν δεσμῶν ὑποθέσεως ὑμεῖς· μακάριοι καὶ τρισμακάριοι, καὶ
πολλάκις τοῦτο, οἳ πᾶσαν ἀνηρτήσασθε τὴν οἰκουμένην τῷ περὶ ὑμᾶς φίλτρῳ, ἐραστὰς
ὑμῶν καὶ τοὺς πόρρωθεν ὄντας πεποιήκατε. Πανταχοῦ γῆς καὶ θαλάττης ᾄδεται ὑμῶν
τὰ κατορθώματα, ἡ ἀνδρεία, ἡ ἀπερίτρεπτος γνώμη, τὸ ἀδούλωτον φρόνημα. Οὐδὲν ὑμᾶς
κατέπληξε τῶν δοκούντων εἶναι δεινῶν, οὐ δικαστήριον, οὐ δήμιος, οὐ βασάνων νιφάδες,
οὐκ ἀπειλαὶ μυρίων γέμουσαι θανάτων, οὐ δικαστὴς πῦρ ἀπὸ τοῦ στόματος ἀφιείς, οὐκ
ἐχθροὶ θήγοντες τοὺς ὀδόντας, καὶ μυρία εἴδη κινοῦντες ἐπιβουλῆς, οὐ συκοφαντίαι
τοσαῦται, οὐκ ἀναίσχυντοι κατηγορίαι, οὐ θάνατος πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν καθ' ἑκάστην ἡμέραν
φαινόμενος· ἀλλ' ἤρκεσεν ὑμῖν εἰς παράκλησιν τῶν γινομένων ἡ τῶν γινομένων ὑπόθεσις...»
(ΕΠΕ 38, 48).
Ἐσεῖς τώρα, κ.
Καθηγητά, ἐπειδή σᾶς ἐπεστράτευσε ὁ Οἰκουμενιστής Ἐπίσκοπος τοῦ Βόλου, νά
συνδράμετε διά τῆς ἐπιστήμης εἰς τήν προαγωγή τῆς αἱρέσεως πού κηρύσσει, ἰσχυρίζεσθε
ψευδῶς ὅτι, αὐτά πού βοηθοῦν εἰς τήν ἐξάπλωσι τῆς αἱρέσεως, τά διδάσκει ὁ ὅσιος
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος!
Ἀμέσως κατωτέρω
ἀποφαίνεσθε οὕτως: «Μέ ἄλλα λόγια ἡ μάχη δίδεται
μέσα στήν Ἐκκλησία καί γιά τήν Ἐκκλησία». Ἐδῶ θεωρεῖτε Ἐκκλησία τόν Ἐπίσκοπο
καί τήν αἵρεσι, τήν Ὀρθοδοξία δέ ὡς ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὅλα αὐτά τά ἀφήνω ἀσχολίαστα,
προκειμένου νά τά κρίνουν οἱ ἀναγνῶστες τῶν κειμένων.
Ἐν συνεχείᾳ εἰσηγεῖσθε
τά ἑξῆς: «Ἡ ἀποτείχιση ὡς πράξη μαρτυρεῖ ἔλλειψη
ταπείνωσης, καθὼς κάποιος τοποθετεῖ τὸν ἑαυτό του ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν
θεσμῶν της. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ εἶναι ἡ κατάργηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας, ἡ
περιφρόνηση τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, γεγονὸς ποὺ ὁδηγεῖ εὐθέως σὲ ἑτερόδοξες
ἀντιλήψεις, ὅπου κάθε πιστὸς γίνεται εἴτε ὁ ἴδιος Ἐκκλησία (Προτεσταντισμός), εἴτε
―ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά― ἕνας ἀκόμη ἀλάθητος Πάπας».
Ἐφ’ ὅσον
λοιπόν, σύμφωνα μέ τίς θεωρίες σας, ἡ ἀποτείχισις ὡς πρᾶξι μαρτυρεῖ ἔλλειψι
ταπεινώσεως, ἡ παραμονή εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες καί Ἐπισκόπους θά μαρτυρεῖ
(σαφῶς) ἔλλειψι ἐγωϊσμοῦ καί συνεπῶς πλούσια ἀρετή ταπεινώσεως. Δηλαδή τό νά
φύγη κάποιος μακρυά ἀπό τόν λύκο καί τό φαρμακερό φίδι (ἔτσι ἐχαρακτήριζαν οἱ
Πατέρες τούς αἱρετικούς) σημαίνει γιά ἐσᾶς κ. Καθηγητά, ἔλλειψι ταπεινώσεως,
καί τό νά παραμείνη εἰς τό στόμα τοῦ λύκου σημαίνει ταπείνωσι καί παραμονή στήν
Ἐκκλησία. Θεωρῶ κ. Καθηγητά ὅτι, ἄν δέν χάσαμε τίς ἔννοιες τῶν λέξεων, ἀσφαλῶς
κινδυνεύουμε διά τῆς ἐπιστήμης νά χάσωμε τά λογικά μας. Πάντως ἐδῶ φαίνεται
καθαρά ὁ σκοπός τῆς εἰσηγήσεώς σας εἰς τό ἱερατεῖο τοῦ Βόλου καί τό τί ἤθελε ἀπό
ἐσᾶς ὁ Δημητριάδος Ἰγνάτιος, ὅταν σᾶς προσκάλεσε γιά νά ὁμιλήσετε στούς ἱερεῖς
του.
Πρίν τελειώσω, ἐπειδή
εἶναι πάρα πολλά αὐτά πού θά ἤθελα νά σχολιάσω ἀπό τήν εἰσήγησί σας, θά ἀναφερθῶ
στά λόγια τοῦ π. Παϊσίου, σχετικά μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, τά ὁποῖα ἀναφέρετε
καί εἰς τήν διδακτορική σας μελέτη. Εἴπατε στήν εἰσήγησί σας τά ἑξῆς: «Ἐπιτρέψτε μου,
γιατὶ εἶναι καὶ τῆς μόδας τελευταῖα, στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ καταθέσω καὶ μία, ὄχι
τόσο ἐπιστημονικά, ἀλλὰ μιὰ προσωπικὴ μαρτυρία. Πολὺ πρὶν ἀρχίσω τὴν μελέτη τῶν
Στουδιτικῶν συγγραμμάτων, σὲ συζήτησή μου μὲ τὸν γέροντα Παΐσιο τὸν ἁγιορείτη,
στὸ κελί του Παναγούδα, Ἰούλιος 1991, μοῦ εἶχε ἐπισημάνει τὸ ἑξης: «Γρᾶψε ὅ,τι θέλεις. Μὴ
βγάλεις ὅμως τὸν ἅγιο σχισματικό, ὅπως οἱ Εὐρωπαῖοι». Ὅταν ἡ ἔρευνά μου
προχώρησε ἀρκετά, τότε κατάλαβα ὅτι ὁ ἅγιος γέροντας εἶχε δίκιο καὶ ἀσφαλῶς δὲν
ἔκανε λάθος».
Ἐσεῖς, κ. Καθηγητά, προκειμένου νά μή βγάλετε τόν Ἅγιο σχισματικό, ὅπως οἱ
Εὐρωπαῖοι, τόν παρουσιάσατε ὡς νά μήν ἀποτειχίσθηκε, ὡς νά μήν ἐδίδαξε τήν
διακοπή τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων, ὡς νά μήν ἐδίδαξε τόν μολυσμό
τῶν μυστηρίων διά τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων, τήν συμμετοχή εἰς
τήν αἵρεσι διά τῆς μνημονεύσεως κλπ., ἐπειδή προφανῶς ὅλα αὐτά τά θεωρήσατε
σχίσμα καί ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι διά τῆς ἀποτειχίσεως
δέν δημιουργοῦμε σχίσμα, οὔτε φυσικά ἐξερχόμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησία. Εἰς τήν
περίπτωσι δέ τοῦ Ὁσίου καί ἡ ἄλλη πλευρά τῶν Πατριαρχῶν, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι οἰκονομοῦσε
τά πράγματα μέ τελείως ἀγαθή προαίρεσι καί ὄχι ἀπό δειλία ἤ συμβιβασμό, κατ’ οὐσίαν
καί αὐτοί δέν ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά παρέμειναν καί ὁ Ὅσιος καί
οἱ Πατριάρχες ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, μολονότι ἀκολούθησαν διαφορετική γραμμή. Ὁ Ὅσιος
δηλαδή τήν γραμμή τῆς ἀκριβείας καί οἱ Πατριάρχες τήν γραμμή τῆς κατά Θεόν οἰκονομίας.
Ἄρα λοιπόν οἱ
σημερινοί Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι δέν ἔχουν καμμία σχέσι μέ τούς ἁγ. Πατριάρχες
τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁσίου, διότι ἁπλούστατα αὐτοί εἶναι αἱρετικοί, πιστεύουν καί ὑπηρετοῦν
τόν Οἰκουμενισμό ὡς πρόοδο τῆς Ἐκκλησίας, ἔξοδο ἀπό τό περιθώριο καί τήν ἐσωστρέφεια,
ἔκφρασι καί ἐκδήλωσι ἀγάπης κλπ., περιφρονοῦν ἐγωϊστικῶς τήν ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς
Κανόνες καί τούς ἁγ. Πατέρες, ὀνομάζουν τούς ἑαυτούς των Ἐκκλησία, εἶναι δειλοί
καί ἀνάξιοι ποιμένες, ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἀδυναμίας των νά προστατεύσουν τό
ποίμνιο ἀπό τούς ἐχθρούς καί κοντολογίς οἱ ἴδιοι ἔχουν μετατραπεῖ σέ ἐχθρούς
καί λύκους καί σέ τελική ἀνάλυσι ἐτάχθησαν καί στρατολογήθηκαν ἀπό τίς
σκοτεινές δυνάμεις γιά νά ὁδηγήσουν τούς Ὀρθοδόξους εἰς τό σφράγισμα καί εἰς
τόν Ἀντίχριστο.
Τελειώνοντας θά
ἀναφέρω ἕνα ἀκόμη λόγο σας, ἄξιον παρατηρήσεως καί σχολιασμοῦ. «Ὅλοι μας ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι Ἐκκλησία εἶναι
ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος σώζει, καὶ δὲν σώζεται αὐτὴ ἀπὸ κανένα μας. Ἐπιπροσθέτως ἡ
ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς Παράδοσής μας δὲν εἶναι ἀκρότητες, μονομέρειες..., ἀνυπακοές...
Εἶναι καὶ πρέπει νὰ παραμένει διαρκής, προσωπικὴ συνάντηση ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ».
Ἀπορῶ κ.
Καθηγητά, μέ ὅλα αὐτά πού εἰσηγεῖσθε. Κατ’ ἀρχάς θά πρέπει νά γνωρίζετε ὅτι ἡ Ἐκκλησία
δέν εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τό ὑπόλοιπο
δέ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ὀρθόδοξος λαός τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός λοιπόν σώζει, ἐκεῖ
ὅπου ὑπάρχει Ὀρθόδοξος πίστις, ἄνευ δέ τῆς ἀληθινῆς πίστεως δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία
καί ἄρα σωτηρία. Ἡ καρδιά λοιπόν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἡ διδασκαλία ὅτι
σωζόμεθα εὑρισκόμενοι ἀορίστως σέ μία Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι μέλος τῆς ἀμφικτυονίας
τοῦ Π.Σ.Ε., ἀκολουθώντας καί ἀναγνωρίζοντας ὡς εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ τούς
αἱρετικούς Ἐπισκόπους, ἀναγνωρίζοντας τό συνονθύλευμα τῶν αἱρετικῶν ὡς ἀδελφές Ἐκκλησίες,
τά μυστήριά των ὡς ἔγκυρα, ἀποδεχόμενοι τήν βαπτισματική θεολογία κλπ. Αὐτή ἀσφαλῶς
ἡ Ἐκκλησία δέν σώζει, διότι στερεῖται τῆς ἀληθινῆς πίστεως καί ἄρα ὑπάρχει ἀπουσία
τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτά θεωρῶ ὅτι
θά ἔπρεπε νά εἰσηγηθῆτε εἰς τό ἱερατεῖο τοῦ Βόλου, προκειμένου νά βοηθήσετε
τούς ἱερεῖς νά ἀποτινάξουν τήν νάρκη, τόν φόβο καί τήν δειλία τους καί νά
κατανοήσουν ὅτι τήν διαφύλαξι τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἀληθινῆς πίστεως ὁ Χριστός
δέν τήν ἐμπιστεύθηκε εἰς τούς ἀγγέλους ἀλλά εἰς ὅλους ἐμᾶς, μέ τήν ἀνάλογη εὐθύνη
ἑκάστου κατά τή γνώσι καί τό ἀξίωμά του, ἡ δέ διαφύλαξις τῆς ἀληθινῆς πίστεως ἔγινε
μέ θυσίες καί αἷμα καί ὄχι μέ ὑποτέλεια καί ὑπακοή εἰς τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους.
Ἐσεῖς βεβαίως αὐτά
τά χαρακτηρίζετε εἰς τήν εἰσήγησί σας «ἀκρότητες, ἀνταρσίες
καί μονομέρειες». Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὅμως (γιά νά καταλήξω τόν
λόγο μέ τόν λόγο του) εἶναι σαφής καί διδάσκει τά ἑξῆς: «παραγγελίαν γάρ ἔχομεν ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἀποστόλου,
παρ’ ὅ παρελάβομεν, παρ’ ὅ οἱ κανόνες τῶν κατά καιρούς συνόδων καθολικῶν τε καί
τοπικῶν ἐάν τις δογματίζῃ ἤ προστάσσῃ ποιεῖν ἡμᾶς, ἀπαράδεκτον αὐτόν ἔχειν μηδέ
λογίζεσθαι αὐτόν ἐν κλήρῳ ἁγίων· καί τό δύσφημον παρῆμεν λέγειν, ὅ αὑτός εἴρηκεν.
ἡμῖν οὖν τοῖς ἔξω τοῦ κόσμου οὐδέν ἄλλο ὀφείλεται ἤ τό τά τοιαῦτα ζητεῖν καί πράσσειν,
ἐξ’ ὧν καί ὑμῖν τό συνεπαίρεσθαι καί ζηλοῦν. καί εἰ μέν ἐν τούτοις ἡ ζωή, εὖ ἄν
ἔχοι· εἰ δέ μή, συμφέρον καί ἀοίκους εἶναι καί ἀνεστίους καί τήν ὑπ’ οὐρανόν
περιέρχεσθαι μετά πᾶσαν θλῖψιν καί στενοχωρίαν» (Φατ. 24, 67, 96).
25 Ἰουνίου 2013
Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς
Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου